Άγιος Θωμάς

Ο Άγιος Θωμάς έζησε στα χρόνια του Ιησού Χριστού. Ήταν Ιουδαίος στην καταγωγή και ασκούσε το επάγγελμα του ψαρά. Όταν ο Ιησούς κάλεσε τον Θωμά να τον ακολουθήσει, εκείνος το έκανε αμέσως και έτσι από φτωχός ψαράς έγινε ένας από τους μαθητές του Χριστού.

Παρόλο που ήταν από τους πιο θερμούς μαθητές του Ιησού, πίστεψε ότι ο Δάσκαλος του αναστήθηκε μόνο όταν μπόρεσε να ψηλαφίσει τις πληγές Του, κατά την διάρκεια της δεύτερης εμφάνισης του Χριστού, στους μαθητές, μετά την Ανάσταση Του. Όπως αναφέρουν οι γραφές κατά την πρώτη εμφάνιση του Ιησού στους μαθητές, ο Άγιος Θωμάς απουσίαζε.

Μετά την Πεντηκοστή και την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, ο Άγιος Θωμάς, όπως και όλοι οι υπόλοιποι απόστολοι, ακολούθησε την επιθυμία του Δημιουργού και ταξίδεψε μεταφέροντας τον Θείο Λόγο σε μακρινούς τόπους. Μετά από Θεία Παρέμβαση, ο Άγιος Θωμάς ταξίδεψε ως την Ινδία, ως δούλος του εμπόρου Αμβανή. Ο Αμβανής είχε σταλθεί από τον Ινδό βασιλιά Γουνδιαφόρο, στην Ιερουσαλήμ, για να βρει ένα κτίστη ο οποίος θα αναλάμβανε την ανέγερση ενός ανακτόρου. Υπό αυτήν την ιδιότητα ο Άγιος Θωμάς οδηγήθηκε στην Ινδία από τον Αμβανή. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού, ο Άγιος Θωμάς ξεκίνησε το ιεραποστολικό του έργο, προσηλυτίζοντας και βαπτίζοντας Χριστιανούς πολλούς ειδωλολάτρες.

Το ταξίδι όμως τελείωσε κάποια στιγμή και ο Άγιος Θωμάς παρουσιάστηκε στον βασιλιά Γουνδιαφόρο. Από αυτόν έλαβε την εντολή και το απαραίτητο χρυσάφι ώστε να του χτίσει ένα ανάκτορο. Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του Αγίου Θωμά, ο Γουνδιαφόρος αναγκάστηκε να φύγει από την πόλη. Κατά την διάρκεια της απουσίας του, η οποία διήρκεσε τρία χρόνια, ο Άγιος Θωμάς λάμβανε με εντολή του βασιλιά χρυσάφι το οποίο έπρεπε να χρησιμοποιήσει για την ανέγερση του ανακτόρου. Αντί αυτού όμως, ο Άγιος Θωμάς ανέπτυξε μεγάλη ιεραποστολική δράση στην περιοχή και το χρυσάφι το μοίραζε στους φτωχούς.

Η δράση αυτή του Αγίου Θωμά, έφτασε στα αυτιά του Γουνδιαφόρου, ο οποίος κάλεσε τον Άγιο να απολογηθεί για τις πράξεις του. Ο Άγιος αποκρίθηκε στον βασιλιά λέγοντας του ότι πράγματι του έκτισε ένα παλάτι, με την μόνη διαφορά ότι το παλάτι αυτό είναι στον ουρανό, εννοώντας ότι οι καλές πράξεις που έγιναν με το χρυσάφι του Γουνδιαφόρου, του εξασφάλισαν μια θέση στην Ουράνια Βασιλεία του Ιησού Χριστού. Ο βασιλιάς θεωρώντας ότι ο Άγιος Θωμάς τον κοροϊδεύει διέταξε την φυλάκιση του Αγίου. Η Θεία Πρόνοια όμως οδήγησε έτσι τα πράγματα ώστε ο βασιλιάς πείστηκε για την αλήθεια των λόγων του Αγίου Θωμά. Τον έβγαλε από την φυλακή και βαπτίσθηκε Χριστιανός από τον Άγιο. Το παράδειγμα του Γουνδιαφόρου ακολούθησαν πολλοί και βαπτίσθηκαν και αυτοί Χριστιανοί.

Ο Άγιος Θωμάς έχοντας τελειώσει το αποστολικό του έργο στην περιοχή αυτή, ταξίδεψε προς τα ανατολικά και έφτασε σε μια άλλη περιοχή της Ινδίας όπου βασιλιάς ήταν ο Μίσδιος. Στον τόπο αυτό, για άλλη μια φορά, ο Άγιος Θωμάς άρχισε να «αλιεύει» ψυχές, βαπτίζοντας πολλούς χριστιανούς. Μεταξύ αυτών που βαπτίσθηκαν ήταν και η γυναίκα του Μισδίου. Αυτό ήταν και η αιτία που ο Άγιος Θωμάς φυλακίστηκε μετά από εντολή του βασιλιά. Στην φυλακή, συνέχισε το αποστολικό του έργο, βαπτίζοντας ανθρώπους μεταξύ των οποίων και τα παιδιά του βασιλιά. Μετά από αυτό ο Μίσδιος έδωσε εντολή να θανατωθεί ο Άγιος. Έτσι κι έγινε. Πάνω σε ένα βουνό οι στρατιώτες του Μισδίου θανάτωσαν τον Άγιο Θωμά.

Το σώμα του έθαψαν οι Χριστιανοί της περιοχής και στον τάφο του γίνονταν πολλά θαύματα. Το ιερό λείψανο του Αγίου Θωμά, παρέμεινε εκεί έως ότου ο γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου το μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη. Το 1204 μ.Χ. το λείψανο μεταφέρθηκε στην Ρώμη, μαζί με τα λείψανα άλλων Αγίων που είχαν συγκεντρωθεί στην Βασιλεύουσα. Την μνήμη του Αγίου Θωμά εορτάζουμε στις 6 Οκτωβρίου.

Απολυτίκιο του Αγίου Θωμά:

Ως Θείος Απόστολος, θεολογίας κρουνούς, ενθέως εξήντλησας, εκ λογχονύκτου πλευράς Χριστού του Θεού ημών όθεν της ευσεβείας, κατασπείρας τον λόγον, έλαψας, εν Ινδία, ως ακτίς ουρανία, Θωμά των Αποστόλων το Θείον αγλάϊσμα.

Άγιοι Απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος

Για την αρχή του βίου τόσο του Αγίου Ιάσωνα όσο και του Αγίου Σωσίπατρου γνωρίζουμε ελάχιστα. Έζησαν τον 1ο αιώνα μ.Χ. και γεννήθηκαν ο μεν Άγιος Ιάσωνας στην Ταρσό, ο δε Άγιος Σωσίπατρος στην Αχαΐα. Και οι δύο Άγιοι ήταν Έλληνες στην καταγωγή και υπήρξαν στενοί φίλοι και μαθητές του Αποστόλου Παύλου.

Και οι δύο Άγιοι έλαβαν το Επισκοπικό χρίσμα. Ο Άγιος Ιάσωνας ανέβηκε στον Επισκοπικό θρόνο της Ταρσού και ο Άγιος Σωσίπατρος του Ικονίου. Η μεγάλη πίστη και ο χαρακτήρας τους ήταν οι λόγοι που υπήρξαν υποδείγματα Επισκόπων, βρισκόμενοι πάντα στο πλευρό του ποιμνίου τους. Ανέπτυξαν μεγάλο ιεραποστολικό έργο και έφεραν με τα λόγια και τις πράξεις τους πολλές ψυχές στην Χριστιανική πίστη. Η χάρη του Θεού τους οδήγησε κάποια στιγμή στην Κέρκυρα. Εκεί και οι δυο μαζί ξεκίνησαν να μεταδίδουν τον λόγο του Χριστού στον λαό του νησιού. Από τις πρώτες ενέργειες τους ήταν να χτίσουν ένα χριστιανικό ναό. Ο ναός χτίστηκε και αφιερώθηκε στον Άγιο Στέφανο. Αυτός ο ναός αποτέλεσε την πρώτη κοιτίδα του Χριστιανισμού στην Κέρκυρα. Οι Άγιοι Ιάσωνας και Σωσίπατρος, λειτουργούσαν στον ναό αυτό και από τον άμβωνα του κήρυτταν τον Θείο Λόγο.

Όμως μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στον 1ο αιώνα μ.Χ. Τόσο η Χριστιανική Πίστη όσο και πιστοί σε αυτήν βρίσκονται υπό καθεστώς διωγμών. Η δράση των δύο Αγίων γίνεται γνωστή στον βασιλιά Κερκυλλίνο και αυτός διατάσσει την φυλάκιση τους. Ακόμα και μέσα από την φυλακή, οι δύο Άγιοι συνεχίζουν το αποστολικό τους έργο με αποτέλεσμα να ασπαστεί την πίστη του Ιησού Χριστού και η ίδια η κόρη του βασιλιά, η Κερκύρα. Αποτέλεσμα αυτού ήταν ο Κερυλλίνος να φυλακίσει και την κόρη του, μην μπορώντας να την πείσει να εγκαταλείψει τον Χριστό.

Ενόσω οι Άγιοι Ιάσωνας και Σωσίπατρος ήταν φυλακισμένοι, ο βασιλιάς Κερκυλλίνος πεθαίνει και στον θρόνο τον διαδέχεται ο Δατιανός. Με εντολή του νέου βασιλιά, ο Άγιος Σωσίπατρος υποβάλετε σε βασανιστήρια και τελικά αφήνει την τελευταία του πνοή όταν οι βασανιστές του τον καίνε ζωντανό. Με την βοήθεια το Ιησού Χριστού, ο Άγιος Ιάσωνας θα συνεχίσει το αποστολικό του έργο και θα καταφέρει τελικά να ασπαστεί τον Χριστιανισμό και ο ίδιος ο Δατιανός. Ο Άγιος Ιάσωνας παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο σε μεγάλη ηλικία, συνεχίζοντας το θεάρεστο έργο του μέχρι την τελευταία του πνοή.

Την μνήμη των Αγίων Ιάσωνα και Σωσίπατρου εορτάζουμε στις 29 Απριλίου. Η Εκκλησία μας έχει αφιερώσει στην μνήμη του Αγίου Σωσίπατρου και την 10η Νοεμβρίου.

Απολυτίκιο των Αγίων Ιάσωνα και Σωσίπατρου:

Δυάς η ομότροπος, των Αποστόλων Χριστού, Ιάσων ο ένδοξος, Σωσίπατρος ο κλεινός, συμφώνως τιμάσθωσαν ούτοι γαρ δεδειγμένοι, τον της χάριτος λόγον, ηύγασαν εν Κερκύρα, ευσεβείας το φέγγος, πρεσβεύοντες τω Κυρίω, υπέρ των ψυχών ημών.

Άγιος Θεοδόσιος ο Νέος

Ο Άγιος Θεοδόσιος ο Νέος γεννήθηκε στην Αθήνα το 862μ.Χ. Οι γονείς του ως ευσεβείς χριστιανοί, μεγάλωσαν τον Άγιο βάση των επιταγών του Χριστιανισμού, μεταδίδοντας του την δική τους αγάπη για τον Ιησού Χριστό και την χριστιανική πίστη. Ο Άγιος από μικρός μελετούσε χριστιανικά συγγράμματα και εξελίχθηκε σε ένα ευλαβή νέο. Διακαής πόθος του ήταν να ζήσει εν Χριστό και να ακολουθήσει τον δρόμο που χάραξαν οι Άγιοι της Χριστιανικής πίστης.

Όταν έμεινε ορφανός, σε νεαρή ηλικία, μοίρασε όλη του την περιουσία στους φτωχούς και ξεκίνησε την αναζήτηση ενός ησυχαστηρίου, στο οποίο θα συνέχιζε τον βίο του με τον τρόπο που επιθυμούσε. Τα βήματα του τον έφεραν στα περίχωρα του Άργους στην Πελοπόννησο. Εκεί σε μία περιοχή που ονομάζεται Παναρήτι, βρήκε ένα ερημικό σημείο, στο οποίο ξεκίνησε την ασκητική του ζωή. Ο καιρός περνούσε και ο Άγιος ασκήτευε διαθέτοντας όλο τον χρόνο του στην προσευχή και στην νηστεία.

Κάποια στιγμή είδε σε όραμα τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, ο οποίος του ζήτησε να χτίσει ένα ναό στην περιοχή αφιερωμένο στο όνομα του. Πράγματι, ο Άγιος Θεοδόσιος ο Νέος έκτισε κοντά στο μέρος που ασκήτευε και με πολλούς κόπους, τον ναό του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου.

Με την βοήθεια του Θεού, ο Άγιος Θεοδόσιος ο Νέος, άρχισε να κάνει θαύματα και να γιατρεύει βαριά αρρώστους. Η φήμη του εξαπλωνόταν συνεχώς και πολλοί άνθρωποι τον επισκέπτονταν για να τους ευλογήσει και να τους γιατρέψει. Η δράση του αυτή, όπως γίνεται στις περισσότερες περιπτώσεις, προκάλεσε τον φθόνο μερικών. Αυτοί θέλοντας να βλάψουν τον Άγιο, τον συκοφάντησαν στον τότε Επίσκοπο Άργους, Πέτρο. Πλανήθηκε από τα λόγια τους ο Επίσκοπος και αποφάσισε να διώξει τον Άγιο Θεοδόσιο τον Νέο από την επαρχεία του. Η εκτέλεση αυτής της απόφασης όμως αναβλήθηκε επειδή εσπευσμένα ο Επίσκοπος Πέτρος έφυγε για την Κωνσταντινούπολη. Όσο βρισκόταν στην Βασιλεύουσα, με την χάρη του Χριστού μας, τόσο ο ίδιος όσο και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως είδαν σε όραμα τον Άγιο Θεοδόσιο. Πείστηκαν ότι ο Άγιος έχει την χάρη του Θεού και η απόφαση για την δίωξή του, φυσικά, ακυρώθηκε.

Όταν ο Επίσκοπος Πέτρος επέστρεψε στο Άργος πήγε και συνάντησε τον Άγιο Θεοδόσιο τον Νέο. Του ζήτησε ταπεινά συγνώμη, και μετέφερε την παράκληση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, με την οποία ο Πατριάρχης ζητούσε από τον Άγιο να προσεύχεται για αυτόν. Τόσο μεγάλη εντύπωση έκανε στον Επίσκοπο Πέτρο ο χαρακτήρας και η ευλάβεια του Αγίου, που μετά από λίγο καιρό τον χειροτόνησε Διάκονο και κατόπιν Ιερέα.

Ο Άγιος Θεοδόσιος ο Νέος συνέχισε τον βίο του θαυματουργώντας, έως την ημέρα που παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, σε προχωρημένη ηλικία. Οι Χριστιανοί της περιοχής, που τον λάτρευαν, έθαψαν τον Άγιο μπροστά από τον ναό του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, τον οποίο όπως είπαμε είχε κτίσει ο ίδιος ο Άγιος. Μετά από λίγο καιρό ανεγέρθηκε κοντά στον τάφο του ναός αφιερωμένος στον ίδιο τον Άγιο. Την μνήμη του Αγίου Θεοδοσίου του Νέου εορτάζουμε στις 7 Αυγούστου.

Απολυτίκιο του Αγίου Θεοδοσίου του Νέου:

Αργολίδος εδείχθης δόξα και καύχημα, Αθηναίων το κλέος και θείον βλάστημα, Θεοδόσιε Πατήρ ημών Όσιε, των Οσίων καλλονή και ιαμάτων η πηγή, και Πέτρου του ιεράρχου συνόμιλος και προστάτης των αιτουμένων ιλασμόν και μέγα έλεος.

Άγιος Εφραίμ

Ο Άγιος Εφραίμ γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 14 Σεπτεμβρίου του 1384μ.Χ. Ήταν ένα από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας Μόρφη. Οι γονείς του όταν βάπτισαν τον Άγιο του έδωσαν το όνομα Κωνσταντίνος. Σε μικρή ηλικία ο Άγιος Εφραίμ ορφάνεψε από πατέρα. Από εκείνη την στιγμή η μητέρα του ανέλαβε εξ ολοκλήρου την φροντίδα της οικογένειας. Στην φροντίδα αυτή συμπεριέλαβε και την χριστιανική αγωγή των παιδιών της. Ο Άγιος από μικρός έδειξε ιδιαίτερη αγάπη για τον Θεό και την Χριστιανική πίστη.

Όταν ο Άγιος Εφραίμ ήταν δεκατεσσάρων ετών, στην περιοχή των Τρικάλων γινόταν από τους Τούρκους, υπό τις διαταγές του Σουλτάνου Βαγιαζίτ του 1ου, επιχειρήσεις παιδομαζώματος. Το παιδομάζωμα ήταν το πρώτο στάδιο της δημιουργίας των Γενίτσαρων. Μάζευαν οι Τούρκοι μικρά Ελληνόπουλα, τα έστελναν στην Τουρκία όπου σε ειδικά στρατόπεδα τα μεγάλωναν γεμίζοντας την καρδιά τους αγάπη για τον Αλλάχ και μίσος για τον Χριστό και την Ελλάδα. Αυτά τα Ελληνόπουλα γίνονταν οι φοβεροί Γενίτσαροι, που όπως λένε πολλές μαρτυρίες ήταν σκληρότεροι και από τους ίδιους τους Τούρκους.

Φοβούμενη η μητέρα του Αγίου ότι θα τον πάρουν και αυτόν οι Τούρκοι, τον συμβούλεψε να φύγει από το πατρικό του σπίτι και να κατευθυνθεί σε περιοχές της Ελλάδας που δεν ήταν ακόμα κάτω από τον Τουρκικό ζυγό. Όταν έφτανε σε μια τέτοια περιοχή, τον ορμήνεψε, να βρει ένα μοναστήρι και να εισαχθεί εκεί ως δόκιμος μοναχός, μιας και η μοναστική ζωή ήταν κάτι που επιθυμούσε και ο ίδιος.

Τις συμβουλές αυτές ακολούθησε ο Άγιος Εφραίμ και μετά από πολλούς κόπους έφτασε στο όρος Αμώμων της Αττικής. Είναι το όρος που, στις μέρες μας, στους πρόποδες του είναι χτισμένη η Νέα Μάκρη. Στο όρος είχαν μαζευτεί χριστιανοί ασκητές, και από αυτούς ονομάστηκε όρος Αμώμων, δηλαδή όρος των Καθαρών. Εκεί υπήρχε και το ανδρικό μοναστήρι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Σε αυτό το μοναστήρι κατάφυγε ο Άγιος Εφραίμ και έμεινε έως την ηλικία των 18 ετών ως δόκιμος μοναχός της μονής.

Στην ηλικία των δεκαοκτώ χρίστηκε μοναχός και έλαβε το όνομα Εφραίμ (όπως έχουμε αναφέρει μέχρι τότε ονομαζόταν Κωνσταντίνος). Μετά δε από λίγα χρόνια χειροτονήθηκε Ιερέας. Στο μοναστήρι περνούσε πολύ λίγο χρόνο. Συνήθως ήταν απομονωμένος σε μια σπηλιά στην περιοχή όπου και ασκήτευε.

Τα χρόνια περνούσαν και η Οθωμανική αυτοκρατορία είχε υποδουλώσει σχεδόν όλη την Ελλάδα. Στην περιοχή της Αττικής δρούσαν Τουρκικά στρατεύματα υπό τις διαταγές του Εβρενόμπεη. Μέρος αυτών των στρατευμάτων, το 1424, αναπτύχθηκε στην περιοχή του όρους Αμώμων και άρχισε να καταστρέφει, να λεηλατεί και να δολοφονεί, κάνοντας πράξη την συνήθη τακτική των Τουρκικών στρατευμάτων τον καιρό εκείνο. Έτσι έφτασαν και στο μοναστήρι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και απαίτησαν να τους παραδοθούν οι θησαυροί του μοναστηριού. Το μοναστήρι όμως ήταν φτωχό και το μόνο που κατάφεραν να πάρουν οι Τούρκοι από εκεί ήταν οι ζωές όλων των μοναχών που σφαγιάστηκαν στην αυλή του μοναστηριού.

Ο Άγιος την ημέρα εκείνη δεν ήταν στο μοναστήρι. Όταν το επισκέφθηκε την επόμενη, βρήκε τα πτώματα των μοναχών στην αυλή και το μοναστήρι κατεστραμμένο. Αφού φρόντισε για την ταφή των μοναχών, αποσύρθηκε μόνιμα πλέον στην σπηλιά που ασκήτευε. Στο μοναστήρι κατέβαινε μόνο στις μεγάλες εορτές για να λειτουργήσει στην εκκλησία του. Σε μια τέτοια εορτή, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1425 (ημέρα μνήμης της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού), ξαναεπισκέφθηκαν οι Τούρκοι την μονή. Συνέλαβαν τον Άγιο και άρχισαν να τον υποβάλουν σε φρικτά βασανιστήρια προσδοκώντας να τους αποκαλύψει τυχών μυστικές κρύπτες με θησαυρούς που δεν είχαν καταφέρει να ανακαλύψουν. Οκτώ ολόκληρους μήνες ο Άγιος υπέμενε τα φρικτά βασανιστήρια των Τούρκων έως τις 5 Μαΐου του 1426 κρεμασμένος ανάποδα καρφωμένος με καρφιά στον κορμό μιας μουριάς, παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, σε ηλικία 42 ετών.

Στις μέρες μας στο μοναστήρι αυτό μένουν και υπηρετούν μοναχές. Το λείψανο του Αγίου Εφραίμ φυλάσσεται εκεί και καθημερινά εκατοντάδες πιστών το επισκέπτονται ζητώντας από τον Άγιο την ευλογία και την βοήθεια του. Ο Άγιος με την χάρη του Θεού έχει κάνει χιλιάδες θαύματα. Στον περίβολο της μονής, και προστατευμένη από κτίσμα που χτίστηκε γύρω της, υπάρχει η μουριά πάνω στην οποία ο Άγιος Εφραίμ άφησε την τελευταία του πνοή. Η ηρεμία που επικρατεί στον χώρο είναι κάτι που δεν περιγράφεται με λέξεις. Θα την νιώσετε κι εσείς όταν με την βοήθεια του Χριστού επισκεφθείτε τον Άγιο Εφραίμ στην μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, στην Νέα Μάκρη Αττικής.

Η εκκλησία μας έχει αφιερώσει στην μνήμη του Αγίου Εφραίμ δύο ημέρες του έτους. Την 5η Μαΐου όπου τιμούμε το μαρτυρικό θάνατο του Αγίου και την 3η Ιανουαρίου όπου τιμούμε την ανεύρεση των ιερών λειψάνων του. Τα ιερά λείψανα του Αγίου Εφραίμ βρέθηκαν με Θεία Παρέμβαση το 1950, 524 ολόκληρα χρόνια μετά τον θάνατο του.

Απολυτίκιο του Αγίου Εφραίμ:

Εν όρει των Αμώμων ώσπερ ήλιος έλαμψας, και μαρτυρικώς, θεοφόρε, προς Θεόν εξεδήμησας, βαρβάρων υποστάς επιδρομάς. Εφραίμ Μεγαλομάρτυς του Χριστού δια τούτο αναβλύζεις χάριν αεί, τοις ευλαβώς βοώσι σοι δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε θαυμαστώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δια σου, πάσιν ιάματα.

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας το 347μ.Χ. Ο πατέρας του ονομαζόταν Σεκούνδος και η μητέρα του Ανθούσα. Οι γονείς του βαπτίσθηκαν Χριστιανοί, όταν γεννήθηκε ο Άγιος Ιωάννης. Ο Άγιος έμεινε ορφανός από πατέρα λίγο καιρό μετά την γέννηση του. Η μητέρα του δεν ξαναπαντρεύτηκε, θέλοντας να αφιερώσει όλες τις φροντίδες της στην ανατροφή του γιου της.

Το γεγονός ότι η οικογένεια του Αγίου ήταν πολύ πλούσια, επέτρεψε στον Άγιο να διδαχθεί από τους καλύτερους δασκάλους της Αντιόχειας. Από μικρός έδειξε την αγάπη του τόσο για τα γράμματα όσο και για την Χριστιανική πίστη. Το 363μ.Χ., βαπτίσθηκε Χριστιανός. Σε ηλικία 20 ετών, το 367μ.Χ., ξεκίνησε να εργάζεται ως δικανικός ρήτορας (δικηγόρος δηλαδή) στην Αντιόχεια, με μεγάλη επιτυχία. Δεν εξάσκησε πολύ καιρό το επάγγελμα αυτό αφού όνειρο του ήταν να μονάσει και να αφιερωθεί στον Χριστό.

Στην αρχή, και για χάρη της μητέρας του, μόνασε στο ίδιο του το σπίτι, αφιερώνοντας τον χρόνο του στην προσευχή και στην μελέτη χριστιανικών συγγραμμάτων. Μετά τον θάνατο της μητέρας του, και αφού μοίρασε όλη του την περιουσία στους φτωχούς της πόλης, εγκατέλειψε την Αντιόχεια και εισήλθε ως μοναχός σε ένα μικρό μοναστήρι.

Στο μοναστήρι αυτό ασκεί το πνεύμα του μελετώντας και συγγράφοντας αλλά δεν παραλείπει να ασχολείται και με τις καθημερινές εργασίες της μονής. Με την χάρη του Ιησού Χριστού, ξεκινά να κάνει θαύματα θεραπεύοντας ανίατες ασθένειες. Από το μοναστήρι θα λείψει για ένα μακρύ χρονικό διάστημα όπου το πέρασε ασκητεύοντας σε μία σπηλιά. Η υγεία του είναι αυτή που θα επιβάλει την επιστροφή του στην μονή.

Εκεί θα συνεχίσει το θεάρεστο έργο του έως το 380μ.Χ., όπου μετά από Θεϊκή Παρέμβαση θα επιστρέψει στην γενέτειρα του, Αντιόχεια, και θα χειροτονηθεί διάκονος. Τα επόμενα έξη χρόνια εκτός από τα καθήκοντα του αξιώματος του, θα ασχοληθεί με την μελέτη και συγγραφή χριστιανικών κειμένων. Το 386μ.Χ. μετά από παράκληση του Πατριάρχη Αντιοχείας Φλαβιανού, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος χειροτονείται Πρεσβύτερος.

Από αυτήν την στιγμή ξεκινά να ιερουργεί και ταυτόχρονα να αναπτύσσει μεγάλη κοινωνική και θρησκευτική δράση. Στέκεται στο πλευρό του ποιμνίου του όποτε υπάρχει ανάγκη και θερμαίνει τις καρδιές των πιστών με τους λόγους που εκφωνεί από τον Άμβωνα της εκκλησίας. Τότε του δόθηκε ο χαρακτηρισμός Χρυσόστομος, αφού τα λόγια του είναι χρυσάφι για τις καρδιές και τις ψυχές των χριστιανών. Την πολύπλευρη αυτή του δράση, συμπληρώνουν οι αγώνες που διεξήγαγε εναντίων τόσο των ειδωλολατρών όσο και των αιρετικών. Για δεκατρία συνεχή έτη, ο Άγιος Ιωάννης ο Χυσόστομος, αγωνίζεται καθημερινά για την υλική και κυρίως για την πνευματική ευημερία του ποιμνίου του.

Η δράση του Αγίου είναι η αιτία που η φήμη του έφτασε ως την Κωνσταντινούπολη. Έτσι όταν χήρεψε ο Πατριαρχικός Θρόνος της Βασιλεύουσας, κλήθηκε ο Άγιος Ιωάννης να αναλάβει αυτή την θέση. Ο λαός της Αντιόχειας αντιδρά σε αυτό, μη θέλοντας να αποχωριστεί τον ποιμένα του. Τελικά ο Άγιος θα απαχθεί από στρατιώτες του Βυζαντίου, κρυφά από τον λαό της Αντιόχειας, και θα οδηγηθεί στην Κωνσταντινούπολη. Στις 15 Δεκεμβρίου του 398μ.Χ. ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, θα καθίσει στον Πατριαρχικό Θρόνο της Πόλης.

Την δράση που είχε ως Ιερέας στην Αντιόχεια, θα συνεχίσει, σε μεγαλύτερη κλίμακα, ως Πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό είναι κάτι που θα στρέψει πολλούς εναντίων του, μεταξύ των οποίων η Βασίλισσα Ευδοξία και ο Πατριάρχης Αλεξάνδρειας Θεόφιλος. Αυτοί οι δύο με δόλια μέσα, πετυχαίνουν να εκδοθεί διαταγή από τον Αυτοκράτορα Αρκάδιο, σύμφωνα με την οποία ο Άγιος Ιωάννης εξορίζεται από την Πόλη και του αφαιρείται το Πατριαρχικό αξίωμα. Ο Άγιος μην θέλοντας να δημιουργηθούν φασαρίες, αποχωρεί ήσυχα από την Βασιλεύουσα και επιστρέφει στο ποίμνιο του στην Μικρά Ασία. Γρήγορα όμως βγήκαν στο φως οι ραδιουργίες κατά του Αγίου και ο Αυτοκράτορας τον καλεί να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Ο Άγιος επιστρέφει, αλλά λίγο καιρό μετά ξανασυκοφαντείται από την Ευδοξία. Για δεύτερη φορά θα πάρει τον δρόμο της εξορίας που θα τον οδηγήσει στην Χαλκηδόνα. Εκεί θα συλληφθούν όσοι τον συνοδεύουν και έτσι μοναχός θα συνεχίσει τον δρόμο ως την πόλη Κουκουσό. Στην Κουκουσό, δίδαξε τον χριστιανισμό, βάπτισε πολλούς Χριστιανούς και οργάνωσε την Εκκλησία χειροτονώντας Επισκόπους και Ιερείς. Ταυτόχρονα στέλνει πολλές επιστολές στην Κωνσταντινούπολη με τις οποίες καλεί τους πιστούς να συνεχίσουν τους αγώνες τους κατά των αιρετικών και υπέρ της εξάπλωσης του Χριστιανισμού.

Οι διωγμοί του Αγίου όμως δεν θα λάβουν τέλος. Μετά από εντολή του Αρκαδίου, ο Άγιος οδηγείτε, συνοδεία στρατιωτών, προς την πόλη Πιτυούντα στον Καύκασο. Επέλεξαν την απομακρυσμένη αυτή πόλη ώστε να εμποδίσουν την επικοινωνία του Αγίου με τους πιστούς της Κωνσταντινούπολης. Η υγεία του Αγίου δεν είναι σε καλή κατάσταση. Αυτήν την κατάσταση επιβαρύνει δραματικά η βάναυση συμπεριφορά των στρατιωτών που τον συνοδεύουν. Πριν καταφέρουν να φτάσουν στην Πιτυούντα, και σε ένα μοναστήρι του Αγίου Βασιλίσκου, που ήταν στον δρόμο τους, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος άφησε την τελευταία του πνοή στις 14 Σεπτεμβρίου του 407μ.Χ., σε ηλικία 60 ετών. Το λείψανο του τάφηκε στο μοναστήρι αυτό και παρέμεινε εκεί έως το 434μ.Χ. όπου μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας κληρονόμησε πλήθος ομιλιών, επιστολών και πραγματειών. Τα διδακτικά του αυτά κείμενα αποτελούν πνευματικό χρυσάφι για όλους τους Χριστιανούς. Την μνήμη του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου εορτάζουμε στις 13 Νοεμβρίου.

Απολυτίκιο του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου:

Η του στόματος σου καθάπερ πυρσός εκλάμψα χάρις, την Οικουμένην εφώτισεν, αφιλαργυρίας τω κόσμω θησαυρούς εναπέθετο, το ύψος ημίν της ταπεινοφροσύνης υπέδειξεν. Αλλά σοι λόγοις παιδεύων, Πάτερ Ιωάννη Χρυσόστομε, πρέσβευε τω Λόγω Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (Ναζιανζηνός)

Ο Αγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, γεννήθηκε το 329μ.Χ. στην πόλη Ναζιανζό. Ο πατέρας του, Γρηγόριος και αυτός, την ίδια χρονιά που γεννήθηκε ο Αγιος, έγινε Επίσκοπος της Ναζιανζού. Η μητέρα του ονομαζόταν Νάννα και ήταν πολύ θερμή χριστιανή. Αυτή δίδαξε, στον Άγιο, τα πρώτα γράμματα και του μετέδωσε την αγάπη της για τον Χριστό και την Χριστιανική πίστη.

Ο Αγιος Γρηγόριος εξελίσσεται μέρα με την μέρα σε ένα φιλομαθή και ενάρετο νέο. Την σκυτάλη της εκπαίδευσης του Αγίου, παίρνει μετά την μητέρα του, ο θείος του Αμφιλόχιος. Ο Αμφιλόχιος του διδάσκει Ελληνικά και ρητορική. Ο Αγιος με την φιλομάθεια που τον διακρίνει και την συνεχή μελέτη, εξάντλησε γρήγορα τα αποθέματα γνώσεων τόσο της μητέρας του όσο και του θείου του. Έτσι αναγκάστηκε να πάει στην Καισάρεια όπου συνέχισε την εκπαίδευση του στην εκεί Θεολογική Σχολή. Την Καισάρεια ακολουθεί η Αλεξάνδρεια και τελικά η Αθήνα. Στην Αθήνα σπουδάζει φιλοσοφία, ρητορική και ιατρική. Το ίδιο διάστημα, γνωρίζεται με τον Μέγα Βασίλειο, ο οποίος επίσης σπουδάζει, και γίνονται αχώριστοι φίλοι. Ζουν ενάρετα, αφιερώνοντας τον χρόνο τους στις σπουδές και στην μελέτη χριστιανικών συγγραμμάτων. Οι σπουδές τους τελειώνουν το 356μ.Χ. και οι δύο Άγιοι χωρίζονται.

Ο Μέγας Βασίλειος επιστρέφει στην γενέτειρα του, ενώ ο Αγιος Γρηγόριος αναλαμβάνει καθήκοντα διδασκάλου ρητορικής στην Αθήνα. Σε αυτήν την θέση θα μείνει μόνο ένα χρόνο, αφού το 357μ.Χ. θα αφήσει την Αθήνα και θα επιστρέψει στην οικογένεια του στην Ναζιανζό. Επιστρέφοντας στην γενέτειρα του, βαπτίσθηκε και στην συνέχεια βοηθούσε τον πατέρα του σε υποθέσεις της Επισκοπής. Παράλληλα δίδασκε τους νέους της πόλης και εργαζόταν στα κτήματα της οικογένειας του. Μετά από λίγο καιρό, όμως, άφησε την Ναζιανζό και πήγε να συναντήσει τον Μέγα Βασίλειο, ο οποίος είχε αποσυρθεί σε ένα κτήμα του στον Πόντο. Σε αυτό το κτήμα ασκήτεψαν για αρκετό καιρό οι δύο Άγιοι. Τον χρόνο τους τον μοίραζαν στην προσευχή, στην μελέτη, στην συγγραφή αλλά και στις καθημερινές εργασίες του κτήματος. Τις ενασχολήσεις τους αυτές, ήρθε να διακόψει μια επιστολή, από τον πατέρα του Αγίου Γρηγορίου, που τον καλούσε να επιστρέψει στην Ναζιανζό και να τον βοηθήσει στα Επισκοπικά του καθήκοντα. Ο Αγιος Γρηγόριος για δεύτερη φορά αποχωρίζεται τον αδερφικό του φίλο, Μέγα Βασίλειο, και επιστρέφει στην γενέτειρα του. Εκεί, μετά από παρακλήσεις τόσο του πατέρα του όσο και των χριστιανών της περιοχής. χειροτονείται Διάκονος και Πρεσβύτερος. Από το νέο αυτό μετερίζι, ο Αγιος Γρηγόριος, υπηρετεί τον Χριστό και την πίστη του.

Η δραστηριότητα του δεν εξαντλείτε μόνο στα Ιερατικά του καθήκοντα. Συνεχίζει να διδάσκει, αλλά και να ασκεί μεγάλο κοινωνικό έργο, καθώς βρίσκεται στο πλευρό του ποιμνίου του σε κάθε περίσταση και ανάγκη. Παράλληλα γίνεται, όπως και ο Μέγας Βασίλειος, ένας από τους μεγαλύτερους εχθρούς τόσο των ειδωλολατρών, όπως ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, όσο και των αιρετικών. Το 374μ.Χ. πέθανε ο πατέρας του Αγίου και μετά από λίγο καιρό πέθανε και η μητέρα του. Μετά τον θάνατο της, ο Αγιος Γρηγόριος αποσύρθηκε στο μοναστήρι της Αγίας Θέκλας στην Σελεύκεια. Από το μοναστήρι αυτό θα φύγει το 379μ.Χ. για να πάει στην Κωνσταντινούπολη. Τον κάλεσαν εκεί για να βοηθήσει στον αγώνα εναντίων των αιρέσεων που είχαν κατακλύσει την Πόλη. Στρατιώτης στην πρώτη γραμμή του μετώπου, πολέμησε τους αιρετικούς. Με την βοήθεια του Θεού, νίκησε στον πόλεμο αυτό και αντί για παράσημο, αν και ο ίδιος δεν το επιθυμούσε, του δόθηκε ο Αρχιεπισκοπικός Θρόνος της Βασιλεύουσας. Στον θρόνο αυτό έκατσε ελάχιστα. Αρνούμενος να λάβει μέρος σε διαμάχες, καταγγελίες και συγκρούσεις, αφήνει το αξίωμα του Αρχιεπισκόπου και μαζί με αυτό και την Κωνσταντινούπολη. Αποσύρεται στην Αριανζό, σε ένα κτήμα της οικογένειας του, και αφιερώνεται στην προσευχή. Μετά την Αριανζό θα επιστρέψει στην Ναζιανζό όπου και θα συνεχίσει το Ιερατικό του έργο.

Προς το τέλος της ζωής του, θα αποσυρθεί στο κτήμα της Αριανζού. Εκεί θα αφιερώσει όλο του τον χρόνο στην προσευχή, στην μελέτη και στην συγγραφή έως τις 25 Ιανουαρίου του 391μ.Χ. όπου θα αφήσει την τελευταία του πνοή σε ηλικία 62 ετών. Την μνήμη του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου εορτάζουμε στις 25 Ιανουαρίου. Απολυτίκιο του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: Ο ποιμενικός αυλός της Θεολογίας σου, τας των ρητόρων ενίκησε σάλπιγγας ως γαρ τα βάθη του πνεύματος εκζητήσαντι, και τα κάλλη του φθέγματος προσετέθη σοι. Αλλά πρεύσβευε Χριστώ τω Θεώ, πάτερ Γρηγόριε, σωθήναι τας ψυχάς ημών.

Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη

Η Αγία Ελένη γεννήθηκε το 249μ.Χ. στο Δρέπανο Βιθυνίας στην Μικρά Ασία. Ο πατέρας της ήταν πανδοχέας. Παρόλο που η Αγία μεγάλωσε στο περιβάλλον ενός πανδοχείου, από μικρή μελετούσε τις χριστιανικές γραφές και έγινε πιστή χριστιανή.

Σε ηλικία 21 ετών, το 270μ.Χ., παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Χλωρό, ο οποίος ήταν τότε αξιωματικός της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η Αγία Ελένη ακολούθησε τον σύζυγο της σε όλες τις εκστρατείες, στις οποίες η θέση του τον υποχρέωνε να λάβει μέρος. Τέσσερα χρόνια μετά τον γάμο τους, το 274μ.Χ., απέκτησαν ένα γιο τον Κωνσταντίνο. Η ιστορία έδειξε ότι ο γιος τους αυτός, έγινε ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο πρώτος αυτοκράτορας του Βυζαντίου αλλά και Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος γεννήθηκε στην πόλη Ναϊσσό (στις μέρες μας η πόλη αυτή ονομάζεται Νίσσα και βρίσκεται στην Σερβική επικράτεια). Μεγάλωσε με τις χριστιανικές διδαχές της μητέρας του, την στρατιωτική εκπαίδευση του πατέρα του και τα γράμματα μεγάλων διδασκάλων της εποχής. Αυτά τα τρία διαμόρφωσαν το πνεύμα και τον χαρακτήρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ενός ανθρώπου γραμματισμένου, αξιόμαχου στρατιώτη και ταυτόχρονα φιλικά προσκείμενου στους χριστιανούς και την Χριστιανική πίστη.

Το 293μ.Χ. ο τότε αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, Διοκλητιανός, διόρισε τον πατέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, Καίσαρα των δυτικών επαρχιών (Γαλατία, Ισπανία και Βρετανία) της αυτοκρατορίας. Όμως ο νόμος απαγόρευε στους ανώτατους αξιωματούχους να είναι σύζυγοι γυναικών ταπεινής καταγωγής. Έτσι μετά από 23 χρόνια γάμου, ο Κωνσταντίνος Χλωρός, έλυσε τον γάμο του με την Αγία Ελένη και παντρεύτηκε την Θεοδώρα η οποία ήταν αρχοντικής γενιάς.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος και η Αγία Ελένη παρέμειναν στην αυλή του Διοκλητιανού. Εκεί ο Μέγας Κωνσταντίνος συνεχίζει την εκπαίδευση του και ανέρχεται στην στρατιωτική ιεραρχία. Μετά από αγώνες, εκστρατείες αλλά και ιστορικές συγκυρίες καταφέρνει το 306μ.Χ. να ανακηρυχθεί Αύγουστος των Δυτικών Επαρχιών της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η ανοδική του πορεία συνεχίζεται και τελικά το 324μ.Χ., μετά την νίκη του στην Ανδριανούπολη επί του Λικίνου (Αυγούστου της Ανατολής), εγκαθίσταται στον αυτοκρατορικό θρόνο της Ρώμης.

Δύο είναι οι σημαντικότερες πράξεις του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Η πρώτη, είναι η υπογραφή του Διατάγματος των Μεδιολάνων, το 313μ.Χ. Βάση αυτού, σταματούν οι διωγμοί εναντίων των Χριστιανών και τους επιτρέπεται να λατρεύουν τον Ιησού Χριστό, νόμιμα πλέον, στις εκκλησίες τους. Η δεύτερη σημαντική του πράξη, είναι η μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από την Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό ήταν η αρχή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας που έλαμψε για 1000 χρόνια και έσβησε στα χέρια ενός άλλου Κωνσταντίνου, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου το 1453μ.Χ.

Δύο χρόνια μετά την ανακήρυξη του Μέγα Κωνσταντίνου ως αυτοκράτορα, η Αγία Ελένη, ταξιδεύει στους Αγίους Τόπους με σκοπό να βρει τα μέρη που έζησε ο Ιησούς Χριστός και να τα αναδείξει. Πράγματι, στο ταξίδι της αυτό, διεξήγαγε ανασκαφές, έκτισε εκκλησίες, θεμελίωσε μοναστήρια και, κατά την παράδοση (δεν είναι ιστορικά αποδεδειγμένο), βρήκε τον Σταυρό του Μαρτυρίου του Κυρίου μας. Οι ναοί της Γεννήσεως και της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα, είναι δύο από τους ναούς που έκτισε η Αγία Ελένη στους Αγίους Τόπους. Μετά την δράση της εκεί, εγκαταστάθηκε στην Νικομήδεια όπου και παρέδωσε την ψυχή της στον Κύριο, σε ηλικία 80 ετών, το 329μ.Χ. Ο γιος της, Μεγάλος Κωνσταντίνος, βαπτίστηκε Χριστιανός λίγο πριν τον θάνατο του. Απεβίωσε στις 21 Μαΐου του 337μ.Χ. σε ηλικία 63 ετών.

Την μνήμη των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης εορτάζουμε στις 21 Μαΐου.

Aπολυτίκιο των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης:

Του Σταυρού σου τον τύπον εν ουρανώ θεασάμενος, και ως ό Παύλος την κλήσιν ουκ εξ ανθρώπων δεξάμενος, ό εν Βασιλεύσιν Απόστολος σου Κύριε, Βασιλεύουσαν πόλιν τη χειρί σου παρέθετο ην περισώζε δια παντός εν ειρήνη, πρεσβείαις της Θεοτόκου, μόνε Φιλάνθρωπε.

Πρώτος πέφηνας, εν Βασιλεύσι, θείον έδρασμα, της ευσέβειας, απ ουρανού δεδεγμένος τo χάρισμα όθεν Χριστού τον Σταυρόν έφανέρωσας, και την Όρθόδοξον πίστιν έφήπλωσας. Κωνσταντίνε Ίσαπόστολε, συν Μητρί Ελένη θεόφρονι, πρεσβεύσατε υπέρ των ψυχών ημών.

Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης

Ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης γεννήθηκε γύρω στο 930μ.Χ. στην Τραπεζούντα. Ο πατέρας του πέθανε πριν γεννηθεί ο Άγιος, ενώ η μητέρα του λίγο καιρό μετά την γέννηση του και αφού προηγουμένως είχε προλάβει να τον βαπτίσει και να του δώσει το όνομα Αβράμιος.

Τον ορφανό Άγιος ανέλαβε να προστατέψει και να μεγαλώσει μια Μοναχή, φίλη της μητέρας του. Κοντά σε αυτή ο Άγιος γνώρισε και αγάπησε τον Χριστιανισμό και την μοναχική ζωή. Όταν ο Άγιος ήταν επτά ετών, πέθανε η μοναχή που τον ανάθρεψε μέχρι τότε.

Ένας Βυζαντινός αξιωματούχος, που εκείνο τον καιρό βρισκόταν στην Τραπεζούντα, πήρε υπό την προστασία του τον Άγιο Αθανάσιο. Φρόντισε αφενός να τον στείλει στην Κωνσταντινούπολη και αφετέρου να αναθέσει την μόρφωση του σε ένα σοφό διδάσκαλο της Πόλης, τον Αθανάσιο. Στην Κωνσταντινούπολη ο Άγιος Αθανάσιος βρήκε κατάλυμα στο σπίτι μιας ξαδέλφης του, η οποία ήταν παντρεμένη με έναν αξιωματικό που ονομαζόταν Ζεφινεζέρ. Ζώντας στο σπίτι του Ζεφινεζέρ και σπουδάζοντας στην σχολή του Αθανάσιου, τα χρόνια πέρασαν και ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης κατάφερε από μαθητής να γίνει διδάσκαλος στην σχολή που φοιτούσε.

Η προσωπικότητα, η σοφία και η επιστημονική του κατάρτιση του Αγίου, μεγαλώνουν συνεχώς την φήμη του ως διδασκάλου. Πολλοί φοιτητές εγκαταλείπουν τις σχολές τους και γράφονται στην σχολή που διδάσκει ο Άγιος. Αυτό το γεγονός δημιουργεί την δυσαρέσκεια των άλλων σχολών της Βασιλεύουσας. Ο Άγιος μη θέλοντας να δημιουργήσει έχθρες και στενοχώριες στον διδάσκαλο του Αθανάσιο, εγκαταλείπει την διδασκαλική του δράση.

Για ένα διάστημα εγκαταλείπει την Πόλη και ταξιδεύει μαζί με τον Ζεφινεζέρ ως την Λήμνο. Ο Ζεφινεζέρ έχει γίνει πια στρατηγός. Μαζί θα επιστρέψουν και πάλι στην Κωνσταντινούπολη. Όταν επέστρεψε στην Πόλη, ο Άγιος Αθανάσιος γνωρίστηκε με τον Όσιο Μιχαήλ τον Μαλεΐνο, που εκείνο τον καιρό ήταν ηγούμενος σε ένα μοναστήρι στην Βιθυνία της Μικράς Ασίας. Μαζί με τον Όσιο Μιχαήλ γνώρισε και τον ανιψιό του Μιχαήλ, Νικηφόρο. Ο Νικηφόρος έμελε να γίνει αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο γνωστός Νικηφόρος Φωκάς. Αυτό όμως είναι κάτι που έγινε μερικά χρόνια αργότερα. Προς το παρόν ο Νικηφόρος είναι στρατηγός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Όταν ο Όσιος Μιχαήλ επέστρεψε στην Βιθυνία, ο Άγιος Αθανάσιος τον επισκέφθηκε στο μοναστήρι και του εκδήλωσε την θέληση του να γίνει μοναχός. Ο Όσιος Μιχαήλ τον έχρησε μοναχό και του έδωσε το όνομα Αθανάσιος. Μέχρι τότε, όπως έχουμε αναφέρει, ο Άγιος ονομαζόταν Αβράμιος.

Τέσσερα χρόνια έμεινε στο μοναστήρι ο Άγιος Αθανάσιος και κατόπιν αποσύρθηκε στην έρημο με σκοπό να συνεχίσει τον μοναχικό του βίο ως ασκητής. Εκεί πήγε και τον συνάντησε ο Νικηφόρος Φωκάς όταν βρέθηκε κάποια στιγμή στην περιοχή. Μετά την επίσκεψη του Νικηφόρου, ο Άγιος κλήθηκε από τον Όσιο Μιχαήλ να επιστρέψει στο μοναστήρι. Εκεί ο Όσιος Μιχαήλ τον όρισε πνευματικό πατέρα του Νικηφόρου. Η φήμη του Αγίου ταξίδεψε ως την Πόλη και πολλοί Βυζαντινοί έρχονταν στο μοναστήρι της Βιθυνίας για να τον γνωρίσουν και να λάβουν την ευλογία του.

Ο Άγιος όμως δεν επιθυμούσε τιμές και δόξα. Το μόνο που ήθελε ήταν να προσεύχεται στον Ιησού Χριστό και να διάγει ένα απλό και ενάρετο βίο. Για τον λόγο αυτό, ο Άγιος Αθανάσιος έφυγε από το μοναστήρι της Βιθυνίας και μετάβηκε στο μοναστήρι του Ζυγού στο Άγιο Όρος. Εκεί παρουσιάστηκε με το όνομα Βαρνάβας, προσπαθώντας έτσι να κρυφτεί και να αποφύγει τις επαφές με τους Βυζαντινούς. Η ταυτότητα του όμως δεν έμεινε κρυφή για πολύ καιρό. Ο Λέων Φωκάς ανακάλυψε τον Άγιο Αθανάσιο, όταν επισκέφθηκε το Άγιο Όρος με σκοπό να ευχαριστήσει την Παναγία για την νίκη του επί των Σκυθών.

Από τον Λέων έμαθε ο Νικηφόρος που βρίσκεται ο Άγιος και πριν ξεκινήσει για την Κρήτη, οπού θα πολεμούσε τους Αγαρηνούς, έστειλε απεσταλμένους στο Άγιο Όρος ζητώντας από τον Άγιο να τον συναντήσει στην Κρήτη. Πράγματι ο Άγιος ταξίδεψε ως εκεί και συνάντησε τον Νικηφόρο, ο οποίος εντωμεταξύ είχε νικήσει τους Αγαρηνούς και είχε επαναφέρει την τάξη στο νησί. Κατά την διάρκεια αυτής τους της συνάντησης, ο Νικηφόρος εκδήλωσε την επιθυμία του να γίνει μοναχός. Για τον λόγο αυτό ζήτησε από τον Άγιο Αθανάσιο να κτίσει μια εκκλησία και ένα ησυχαστήριο στο Άγιο Όρος. Ο Άγιος τον προέτρεψε να περιμένει και το θέλημα του Θεού θα φανεί. Ο Άγιος Αθανάσιος επέστρεψε στο Άγιο Όρος, ενώ ο Νικηφόρος Φωκάς πήρε τον δρόμο για την Βασιλεύουσα.

Από την Κωνσταντινούπολη ο Νικηφόρος έστειλε αντιπροσώπους στον Άγιο Αθανάσιο και του ζητούσε να κάνει πράξη αυτά που του είχε ζητήσει στην Κρήτη. Μαζί με τις ικεσίες του αυτές έστειλε στον Άγιο και χρυσό με το οποίο θα καλύπτονταν τα έξοδα ανέγερσης της εκκλησίας και του ησυχαστηρίου. Ο Άγιος πείστηκε ότι ο Νικηφόρος θα ακολουθήσει τελικά τον μοναχικό βίο και έτσι με πολλούς κόπους έκτισε ένα μοναστήρι και μια εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.

Το μοναστήρι κτίστηκε και πολλοί μοναχοί, υπό την καθοδήγηση του Αγίου Αθανασίου, ζούσαν εκεί. Εκεί ο Άγιος Αθανάσιος εφάρμοσε καινοτομίες στο μοναστικό βίο του Αγίου Όρους. Οι μοναχοί άρχισαν να καλλιεργούν την γη και να συνδυάζουν την προσευχή μαζί με την εργασία και την δημιουργία. Για τον λόγο αυτό ο Άγιος Αθανάσιος θεωρείτε ότι διοργάνωσε το Άγιο Όρος. Μέχρι τότε οι μοναχοί εκεί ζούσαν περισσότερο ασκητικό παρά μοναστικό βίο.

Ο Νικηφόρος αθέτησε όμως την υπόσχεση που είχε δώσει στον Άγιο Αθανάσιο και αντί για μοναχός έγινε αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Ο Άγιος στενοχωρημένος από αυτή την απόφαση του Νικηφόρου, εγκατέλειψε το μοναστήρι της Λαύρας, έτσι είχε ονομαστεί, και ταξίδεψε μέχρι την Κύπρο. Εκεί είδε ένα όραμα, στο οποίο ο Θεός τον καλούσε να επιστρέψει στο μοναστήρι. Το μοναστήρι αυτό είναι, η γνωστή στις μέρες μας μονή Μεγίστης Λαύρας.

Σαράντα χρόνια έζησε ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης στην μονή. Με την χάρη του Ιησού Χριστού είχε αρχίσει, ενόσω ήταν ακόμα εν ζωή, να πραγματοποιεί θαύματα μεταξύ των οποίων και η ίαση πολλών βαριά αρρώστων.

Κατά την διάρκεια της οικοδομήσεως ενός ναού, καθώς ο Άγιος επιθεωρούσε τις εργασίες, κατέρρευσε ένα τμήμα του κτίσματος. Για τρεις ώρες έμεινε ο Άγιος εγκλωβισμένος στα ερείπια δοξολογώντας συνεχώς τον Κύριο. Όταν τον απεγκλώβισαν ο Άγιος Αθανάσιος είχε παραδώσει την ψυχή του στον Δημιουργό.

Την μνήμη του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη γιορτάζουμε στις 5 Ιουλίου.

Απολυτίκιο του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη:

Τήν εν σαρκί ζωήν, σού κατεπλάγησαν, Αγγέλων τάγματα, πώς μετά σώματος, πρός αοράτους συμπλοκάς, εχώρησας πανεύφημε, καί κατετραυμάτισας, τών δαιμόνων, τάς φάλαγγας, όθεν Αθανάσιε, ο Χριστός σέ ημείψατο, πλουσίαις δωρεαίς, Διό Πάτερ, πρέσβευε Χριστώ τώ Θεώ, σωθήναι τάς ψυχάς ημών.

Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος

Ο Αγιος Ιωάννης ο Θεολόγος γεννήθηκε στην Γαλιλαία. Ο πατέρας του ονομαζόταν Ζεβεδαίος και η μητέρα του Σαλώμη. Η οικογένεια του ήταν φτωχή. Τόσο ο ίδιος όσο και ο αδερφός του Ιάκωβος δεν μορφώθηκαν, αφού από μικρή ηλικία βοηθούσαν τον πατέρα τους να βγάλει τα προς το ζην, ψαρεύοντας.

Όταν ο Ιησούς κάλεσε τον Αγιο Ιωάννη και τον αδερφό του Ιάκωβο να τον ακολουθήσουν, εκείνοι το έπραξαν χωρίς κανένα δισταγμό και από ψαράδες έγιναν μαθητές του Χριστού. Ο Άγιος Ιωάννης, μάλιστα, ήταν ο αγαπημένος μαθητής Του. Μην ξεχνάμε ότι αυτόν διάλεξε ο Ιησούς για προστάτη της Παναγίας. Ο Ιωάννης, μετά την Σταύρωση, τιμώντας και κάνοντας πράξη την επιθυμία του Ιησού, οδήγησε την Παναγία στο σπίτι του και την φρόντισε μέχρι την Κοίμηση Της σαν να ήταν γιος της.

Μέχρι την Κοίμηση της Παναγίας, ο Αγιος Ιωάννης κήρυττε τον Λόγο του Θεού στην περιοχή των Ιεροσολύμων. Μετά την Κοίμηση Της, ταξίδεψε στην Ασία και εκεί διέδωσε την Χριστιανική Πίστη υπομένοντας διωγμούς, ξυλοδαρμούς και φυλακίσεις.

Το 94μ.Χ. εξορίστηκε στο νησί της Πάτμου. Εκεί συνάντησε για άλλη μια φορά δύσκολες συνθήκες, αφού όλοι οι κάτοικοι του νησιού ήταν ειδωλολάτρες. Με την βοήθεια όμως του Θεού συνέχισε το αποστολικό του έργο και τελικά κατάφερε να βαπτίσει πολλούς Χριστιανούς.

Το σημείο όπου γίνονταν οι βαπτίσεις αυτές ήταν στην παραλία. Στις μέρες μας το σημείο αυτό είναι περιφραγμένο και μπορείτε να το επισκεφθείτε αν βρεθείτε στο νησί της Πάτμου. Πάνω από την Χώρα της Πάτμου δεσπόζει το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Στα μέσα περίπου του δρόμου που συνδέει την Χώρα με το μοναστήρι βρίσκεται το «Σπήλαιο της Αποκάλυψης». Σε αυτό το σπήλαιο έλαβε ο Άγιος Ιωάννης από τον Θεό την «Αποκάλυψη» μέσω οραμάτων που έβλεπε. Ότι είδε στα οράματα αυτά το έγραψε και μάλιστα στην Ελληνική γραφή.

Σε βαθιά γεράματα, ο Άγιος Ιωάννης έφυγε από την Πάτμο και πήγε στην Έφεσο. Εκεί, με την βοήθεια του Θεού, συνέγραψε το «Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο». Για τον λόγο αυτό ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος ονομάζεται και Ευαγγελιστής Ιωάννης. Στην Έφεσο άφησε την τελευταία του πνοή και ο αγαπημένος μαθητής του Ιησού πήγε να συναντήσει τον δάσκαλο του για δεύτερη φορά. Η Εκκλησία μας έχει αφιερώσει δύο μέρες για να τιμήσει την μνήμη του Αγίου. Το Γενέσιο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου εορτάζουμε στις 8 Μαΐου, ενώ την Μετάσταση του στις 26 Σεπτεμβρίου.

Απολυτίκιο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου:

Απόστολε Χριστώ τω Θεώ ηγαπημένε, επιτάχυνον ρύσαι λαόν αναπολόγητον δέχεταί σε προσπίπτοντα, ο επιπεσόντα τω στήθει καταδεξάμενος, ον ικέτευε Θεολόγε, και επίμονον νέφος εθνών διασκεδάσαι, αιτούμενος ημίν ειρήνην και το μέγα έλεος.

Ακύλας και Πρίσκιλλα

Οι Άγιοι Απόστολοι Ακύλας και Πρίσκιλλα ήταν ένα αγαπημένο ζευγάρι Ιουδαίων που καταγόταν από την Πόντα και μαρτύρησαν επί Νέρωνα. Η μνήμη τους εορτάζεται στις 13 Φεβρουάριου, και θεωρούνται η Ορθόδοξη εκδοχή του Καθολικού Βαλεντίνου.

Το 49 μ.Χ. ο Κλαύδιος (41-54 μ.Χ.), ο τέταρτος ρωμαίος αυτοκράτορας, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον Καλιγούλα, εξέδωσε ένα διάταγμα με το οποίο έδιωχνε όλους τους Εβραίους από την Ρώμη, λόγω των αναταραχών που γινόντουσαν μεταξύ τους στις συναγωγές, με αιτία κάποιον «ΧΡΙΣΤΟ».

Ανάμεσα στους Εβραίους πρόσφυγες που εγκαταλείπουν την Ρώμη είναι και ένα ζευγάρι. Ο Ακύλας (=Αετός, κατασκευαστής χοντρών Σικελικών μάλλινων υφασμάτων για σκηνές) και η σύζυγός του Πρίσκιλλα ή Πρίσκα. Το όνομά της θυμίζει μία σπουδαία ρωμαϊκή οικογένεια και το επίπεδο της μορφώσεως της ίσως ήταν από τα ανώτερα εκείνης της εποχής.

Οι δυο τους κατευθύνθηκαν προς την Κόρινθο, εγκαταστάθηκαν εκεί και εξασκούσαν το επάγγελμα του σκηνοποιού. Ήσαν δε άνθρωποι ενάρετοι και ευσεβείς.

Ο Απόστολος Παύλος αμέσως μετά από την 1η Αποστολική Περιοδεία και λίγο πριν την 2η, μετά από ένα επεισόδιο με τον Βαρνάβα, παίρνει τον Σίλα για βοηθό του. Αμέσως μετά στα Λύστρα κατηχεί τον Τιμόθεο και τον παίρνει επίσης μαζί του. Στην Τρωάδα βλέπει το όραμα με τον Μακεδόνα και εκεί συναντά τον Λουκά, ο οποίος γίνεται αργότερα ο συγγραφέας των Πράξεων και του τρίτου Ευαγγελίου. Ξεκινά ένα μακρύ ταξίδι και περνά από πολλές πόλεις διδάσκοντας τον λόγο του θεού. Σαμοθράκη, Νεάπολη, Αμφίπολη, Απολλωνία, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Πύδνα ή Δίον, Αθήνα, Κόρινθος, Κεγχρεές.

Στις Πράξεις ΙΗ διαβάζουμε: «.Μετά από αυτά αναχώρησε από την Αθήνα και ήρθε στην Κόρινθο. Και βρήκε κάποιον Ιουδαίο με το όνομα Ακύλας, Πόντιος στο γένος, που είχε έρθει πρόσφατα από την Ιταλία, και την Πρίσκιλλα τη γυναίκα του, γιατί είχε διατάξει ο Κλαύδιος να αναχωρήσουν όλοι οι Ιουδαίοι από τη Ρώμη, και προσήλθε σ αυτούς. Και επειδή ήταν ομότεχνος, έμενε κοντά τους και εργαζόταν, γιατί ήταν σκηνοποιοί στην τέχνη.»

Δεν ξέρουμε σίγουρα αν ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα γνώριζαν το ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού και αν ήταν βαπτισμένοι Χριστιανοί πριν γνωρίσουν τον Απόστολο Παύλο. Είναι πολύ πιθανόν να είχαν ακούσει γύρω από όλη την υπόθεση του Ιησού στην Ρώμη μια και εκεί γινόταν τόση «φασαρία» ανάμεσα στους εβραίους Χριστιανούς και στους εβραίους αντιρρησίες. Αλλά να ήταν ακριβείς γνώστες του ευαγγελίου και μάλιστα βαπτισμένοι στο όνομα του Ιησού αυτό μάλλον πρέπει να το αποκλείσουμε. Συγκεκριμένα ο Λουκάς γράφει για τον Απόστολο Παύλο «.εύρων τινά Ιουδαίον ονόματι Ακύλαν και Πρίσκιλλα γυναίκα αυτού δια το ομότεχνον είναι έμεινε παρ αυτοίς» Αν ο Ακύλας ήταν Χριστιανός δεν θα έλεγε «τινά» αλλά θα έλεγε «εύρων τινά μαθητή ή αδελφόν ονόματι Ακύλα».

Ο Απόστολος Παύλος έμεινε μαζί τους για 18 περίπου μήνες. Εκείνοι τον άκουγαν να τους μιλάει, τον ρωτούσαν και μάθαιναν, έπαιρναν από αυτόν ότι πολυτιμότερο μπορούσαν. Τόσο πολύ τους άγγιξε ο φλογερός και σωτήριος λόγος του, ώστε αφού κατηχήθηκαν και βαπτίσθηκαν από αυτόν, αποφάσισαν να τον ακολουθήσουν στις περιοδείες του ως βοηθοί του. Έτσι, οι άγιοι Ακύλας και Πρίσκιλλα συνδέθηκαν μαζί του και έγιναν έμπιστοι φίλοι και συνεργάτες του. Ήταν γι αυτούς απλανής διδάσκαλος και φωτισμένος πνευματικός Πατέρας.

Με αρχηγό τον Απόστολο Παύλο έπλευσαν τον Σαρωνικό και διέσχισαν το Αιγαίο Πέλαγος. Προορισμός τους η Έφεσος της Μ. Ασίας. Εδώ καλλιεργούνται τα γράμματα και οι τέχνες. Υπήρχαν θέατρα, αγορά, υδραγωγεία, μα το θεαματικότερο ήταν ο τεράστιος ναός της θεάς Αρτέμιδος. Ένα έργο τέχνης του Χειροκράτους (Δ΄ αιώνα π.Χ.), που θεωρούνταν ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου. Σε αυτήν την «ξακουστή» πόλη υπήρχαν τρία χαρακτηριστικά :

α) Η λατρεία της θεάς Αρτέμιδος που ήταν και προστάτιδα της πόλης .

β) Η λατρεία του Ρωμαίου Αυτοκράτορα.

γ) Η μαγεία.

Ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα τον πρώτο χρόνο της παραμονής τους στην Έφεσο δεν έκαναν φανερή Ιεραποστολή. Όμως με το φωτεινό παράδειγμά τους έδειχναν στους γύρο τους πως γίνεται ο άνθρωπος όταν ασπασθεί και ακολουθήσει στα σοβαρά και με συνέπεια τον Χριστιανισμό.

Κάποιο Σάββατο στην Έφεσο ήταν μαζεμένοι όλοι στην συναγωγή για να ακούσουν κάποιον λόγιο άνδρα από την Αλεξάνδρεια. Ο ομιλητής, με το γλυκό ύφος και την συναρπαστική γλώσσα, πολυμαθής, εύγλωττος, πειστικός, συναρπαστικός, με πύρινο πνεύμα. Από το κήρυγμα του όμως έλειπε ο Εσταυρωμένος Ιησούς, η Ανάστασή του, απουσίαζε το βάπτισμα, το Άγιο Πνεύμα. Σημεία στο κήρυγμα που αποτελούν την σπονδυλική του στήλη. Σ αυτό το σημείο φαίνεται το αποτέλεσμα της μαθητείας του ζευγαριού από τον Απόστολο Παύλο. Όταν απομακρύνθηκαν όλοι και άδειασε η συναγωγή, στην έξοδο περίμενε ένα ζευγάρι για να γνωρίσει τον ομιλητή. Ήταν ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα οι οποίοι τον πήραν κατά μέρος και του εξέθεσαν ακριβέστερα την οδό του Θεού.

Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα προετοίμασαν και κατήχησαν άρτια τον Απολλώ και ο λόγιος ζηλωτής από την Αλεξάνδρεια εξελίχθηκε σε ένα σπουδαίο κήρυκα του Ευαγγελίου, και πολύτιμος συνεργάτης του Απόστολου Παύλου.

Το διάταγμα του Κλαύδιου για την εξορία των Εβραίων ήταν πλέον παρελθόν, αφού ήδη από το 54 μ.Χ. ανέβηκε στον θρόνο ο Νέρωνας που έμεινε μέχρι το 68 μ.Χ. Το 68 μ.Χ. περίπου μετακομίζουν ξανά για 4η φορά, γυρίζοντας στην Ρώμη. Εκεί συνεχίζουν να διδάσκουν τον λόγο του θεού.

Στις πράξεις των Αποστόλων και στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου αφιερώνονται πάνω από 10 εδάφια για το ζευγάρι αυτό. Πουθενά όμως δεν γίνετε λόγος ούτε υπαινιγμός για το θέμα των παιδιών τους. Αν είχαν παιδιά δεν θα ήταν εύκολες οι τόσες μετακινήσεις τους (Ρώμη, Κόρινθος, Έφεσος, Ρώμη, Έφεσος) που σχεδόν όλες γινόντουσαν με ευκολία και προθυμία, με μόνο σκοπό την ιεραποστολή και την διάδοση του Χριστιανισμού.

Για το τέλος των αποστόλων, δεν ξέρουμε και πολλά πράγματα. Από βιβλίο που γράφτηκε τον 4ο αιώνα, με τίτλο «Διαταγαί Αποστόλων», λέγεται ότι «υπό Παύλου εχειροτονήθη επίσκοπος Ακύλας και Νικητής των κατά Ασίαν παροικιών». Πότε, όμως, και σε ποιες «παροικίες» της Ασίας δεν διευκρινίζεται. Άλλη μία πληροφορία που βρίσκουμε προέρχεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία και την συναντάμε σε σχετικό υπόμνημα το οποίο διαβάζεται στην Ακολουθία του Όρθρου: «Τμηθέν γύναιον Ακύλας φησί βλέπων, Ούκ ανδρίούμαι προς τομήν ανήρ κάρας;» (Βλέποντας ο Ακύλας την γυναίκα του να αποκεφαλίζεται και να μαρτυρεί λέει: «Μπορώ να μην φανώ άνδρας εγώ ανάλογα προς την γυναίκα μου ανδρείος και πρόθυμος για αποκεφαλισμό υπέρ της Πίστεως του Χριστού;» ). Από αυτό αντλούμε δύο πληροφορίες: Ότι έφυγαν από τον κόσμο αυτό με μαρτυρικό τρόπο και ότι στην σειρά πρώτη μαρτύρησε η Πρίσκιλλα και ακολούθησε ο Ακύλας.

Έτσι με τον μαρτυρικό τους θάνατο, η εκκλησία κατέταξε τους Αποστόλους Ακύλα και Πρίσκιλλα, στις τάξεις των Αγίων.