Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας το 347μ.Χ. Ο πατέρας του ονομαζόταν Σεκούνδος και η μητέρα του Ανθούσα. Οι γονείς του βαπτίσθηκαν Χριστιανοί, όταν γεννήθηκε ο Άγιος Ιωάννης. Ο Άγιος έμεινε ορφανός από πατέρα λίγο καιρό μετά την γέννηση του. Η μητέρα του δεν ξαναπαντρεύτηκε, θέλοντας να αφιερώσει όλες τις φροντίδες της στην ανατροφή του γιου της.

Το γεγονός ότι η οικογένεια του Αγίου ήταν πολύ πλούσια, επέτρεψε στον Άγιο να διδαχθεί από τους καλύτερους δασκάλους της Αντιόχειας. Από μικρός έδειξε την αγάπη του τόσο για τα γράμματα όσο και για την Χριστιανική πίστη. Το 363μ.Χ., βαπτίσθηκε Χριστιανός. Σε ηλικία 20 ετών, το 367μ.Χ., ξεκίνησε να εργάζεται ως δικανικός ρήτορας (δικηγόρος δηλαδή) στην Αντιόχεια, με μεγάλη επιτυχία. Δεν εξάσκησε πολύ καιρό το επάγγελμα αυτό αφού όνειρο του ήταν να μονάσει και να αφιερωθεί στον Χριστό.

Στην αρχή, και για χάρη της μητέρας του, μόνασε στο ίδιο του το σπίτι, αφιερώνοντας τον χρόνο του στην προσευχή και στην μελέτη χριστιανικών συγγραμμάτων. Μετά τον θάνατο της μητέρας του, και αφού μοίρασε όλη του την περιουσία στους φτωχούς της πόλης, εγκατέλειψε την Αντιόχεια και εισήλθε ως μοναχός σε ένα μικρό μοναστήρι.

Στο μοναστήρι αυτό ασκεί το πνεύμα του μελετώντας και συγγράφοντας αλλά δεν παραλείπει να ασχολείται και με τις καθημερινές εργασίες της μονής. Με την χάρη του Ιησού Χριστού, ξεκινά να κάνει θαύματα θεραπεύοντας ανίατες ασθένειες. Από το μοναστήρι θα λείψει για ένα μακρύ χρονικό διάστημα όπου το πέρασε ασκητεύοντας σε μία σπηλιά. Η υγεία του είναι αυτή που θα επιβάλει την επιστροφή του στην μονή.

Εκεί θα συνεχίσει το θεάρεστο έργο του έως το 380μ.Χ., όπου μετά από Θεϊκή Παρέμβαση θα επιστρέψει στην γενέτειρα του, Αντιόχεια, και θα χειροτονηθεί διάκονος. Τα επόμενα έξη χρόνια εκτός από τα καθήκοντα του αξιώματος του, θα ασχοληθεί με την μελέτη και συγγραφή χριστιανικών κειμένων. Το 386μ.Χ. μετά από παράκληση του Πατριάρχη Αντιοχείας Φλαβιανού, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος χειροτονείται Πρεσβύτερος.

Από αυτήν την στιγμή ξεκινά να ιερουργεί και ταυτόχρονα να αναπτύσσει μεγάλη κοινωνική και θρησκευτική δράση. Στέκεται στο πλευρό του ποιμνίου του όποτε υπάρχει ανάγκη και θερμαίνει τις καρδιές των πιστών με τους λόγους που εκφωνεί από τον Άμβωνα της εκκλησίας. Τότε του δόθηκε ο χαρακτηρισμός Χρυσόστομος, αφού τα λόγια του είναι χρυσάφι για τις καρδιές και τις ψυχές των χριστιανών. Την πολύπλευρη αυτή του δράση, συμπληρώνουν οι αγώνες που διεξήγαγε εναντίων τόσο των ειδωλολατρών όσο και των αιρετικών. Για δεκατρία συνεχή έτη, ο Άγιος Ιωάννης ο Χυσόστομος, αγωνίζεται καθημερινά για την υλική και κυρίως για την πνευματική ευημερία του ποιμνίου του.

Η δράση του Αγίου είναι η αιτία που η φήμη του έφτασε ως την Κωνσταντινούπολη. Έτσι όταν χήρεψε ο Πατριαρχικός Θρόνος της Βασιλεύουσας, κλήθηκε ο Άγιος Ιωάννης να αναλάβει αυτή την θέση. Ο λαός της Αντιόχειας αντιδρά σε αυτό, μη θέλοντας να αποχωριστεί τον ποιμένα του. Τελικά ο Άγιος θα απαχθεί από στρατιώτες του Βυζαντίου, κρυφά από τον λαό της Αντιόχειας, και θα οδηγηθεί στην Κωνσταντινούπολη. Στις 15 Δεκεμβρίου του 398μ.Χ. ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, θα καθίσει στον Πατριαρχικό Θρόνο της Πόλης.

Την δράση που είχε ως Ιερέας στην Αντιόχεια, θα συνεχίσει, σε μεγαλύτερη κλίμακα, ως Πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό είναι κάτι που θα στρέψει πολλούς εναντίων του, μεταξύ των οποίων η Βασίλισσα Ευδοξία και ο Πατριάρχης Αλεξάνδρειας Θεόφιλος. Αυτοί οι δύο με δόλια μέσα, πετυχαίνουν να εκδοθεί διαταγή από τον Αυτοκράτορα Αρκάδιο, σύμφωνα με την οποία ο Άγιος Ιωάννης εξορίζεται από την Πόλη και του αφαιρείται το Πατριαρχικό αξίωμα. Ο Άγιος μην θέλοντας να δημιουργηθούν φασαρίες, αποχωρεί ήσυχα από την Βασιλεύουσα και επιστρέφει στο ποίμνιο του στην Μικρά Ασία. Γρήγορα όμως βγήκαν στο φως οι ραδιουργίες κατά του Αγίου και ο Αυτοκράτορας τον καλεί να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Ο Άγιος επιστρέφει, αλλά λίγο καιρό μετά ξανασυκοφαντείται από την Ευδοξία. Για δεύτερη φορά θα πάρει τον δρόμο της εξορίας που θα τον οδηγήσει στην Χαλκηδόνα. Εκεί θα συλληφθούν όσοι τον συνοδεύουν και έτσι μοναχός θα συνεχίσει τον δρόμο ως την πόλη Κουκουσό. Στην Κουκουσό, δίδαξε τον χριστιανισμό, βάπτισε πολλούς Χριστιανούς και οργάνωσε την Εκκλησία χειροτονώντας Επισκόπους και Ιερείς. Ταυτόχρονα στέλνει πολλές επιστολές στην Κωνσταντινούπολη με τις οποίες καλεί τους πιστούς να συνεχίσουν τους αγώνες τους κατά των αιρετικών και υπέρ της εξάπλωσης του Χριστιανισμού.

Οι διωγμοί του Αγίου όμως δεν θα λάβουν τέλος. Μετά από εντολή του Αρκαδίου, ο Άγιος οδηγείτε, συνοδεία στρατιωτών, προς την πόλη Πιτυούντα στον Καύκασο. Επέλεξαν την απομακρυσμένη αυτή πόλη ώστε να εμποδίσουν την επικοινωνία του Αγίου με τους πιστούς της Κωνσταντινούπολης. Η υγεία του Αγίου δεν είναι σε καλή κατάσταση. Αυτήν την κατάσταση επιβαρύνει δραματικά η βάναυση συμπεριφορά των στρατιωτών που τον συνοδεύουν. Πριν καταφέρουν να φτάσουν στην Πιτυούντα, και σε ένα μοναστήρι του Αγίου Βασιλίσκου, που ήταν στον δρόμο τους, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος άφησε την τελευταία του πνοή στις 14 Σεπτεμβρίου του 407μ.Χ., σε ηλικία 60 ετών. Το λείψανο του τάφηκε στο μοναστήρι αυτό και παρέμεινε εκεί έως το 434μ.Χ. όπου μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας κληρονόμησε πλήθος ομιλιών, επιστολών και πραγματειών. Τα διδακτικά του αυτά κείμενα αποτελούν πνευματικό χρυσάφι για όλους τους Χριστιανούς. Την μνήμη του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου εορτάζουμε στις 13 Νοεμβρίου.

Απολυτίκιο του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου:

Η του στόματος σου καθάπερ πυρσός εκλάμψα χάρις, την Οικουμένην εφώτισεν, αφιλαργυρίας τω κόσμω θησαυρούς εναπέθετο, το ύψος ημίν της ταπεινοφροσύνης υπέδειξεν. Αλλά σοι λόγοις παιδεύων, Πάτερ Ιωάννη Χρυσόστομε, πρέσβευε τω Λόγω Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (Ναζιανζηνός)

Ο Αγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, γεννήθηκε το 329μ.Χ. στην πόλη Ναζιανζό. Ο πατέρας του, Γρηγόριος και αυτός, την ίδια χρονιά που γεννήθηκε ο Αγιος, έγινε Επίσκοπος της Ναζιανζού. Η μητέρα του ονομαζόταν Νάννα και ήταν πολύ θερμή χριστιανή. Αυτή δίδαξε, στον Άγιο, τα πρώτα γράμματα και του μετέδωσε την αγάπη της για τον Χριστό και την Χριστιανική πίστη.

Ο Αγιος Γρηγόριος εξελίσσεται μέρα με την μέρα σε ένα φιλομαθή και ενάρετο νέο. Την σκυτάλη της εκπαίδευσης του Αγίου, παίρνει μετά την μητέρα του, ο θείος του Αμφιλόχιος. Ο Αμφιλόχιος του διδάσκει Ελληνικά και ρητορική. Ο Αγιος με την φιλομάθεια που τον διακρίνει και την συνεχή μελέτη, εξάντλησε γρήγορα τα αποθέματα γνώσεων τόσο της μητέρας του όσο και του θείου του. Έτσι αναγκάστηκε να πάει στην Καισάρεια όπου συνέχισε την εκπαίδευση του στην εκεί Θεολογική Σχολή. Την Καισάρεια ακολουθεί η Αλεξάνδρεια και τελικά η Αθήνα. Στην Αθήνα σπουδάζει φιλοσοφία, ρητορική και ιατρική. Το ίδιο διάστημα, γνωρίζεται με τον Μέγα Βασίλειο, ο οποίος επίσης σπουδάζει, και γίνονται αχώριστοι φίλοι. Ζουν ενάρετα, αφιερώνοντας τον χρόνο τους στις σπουδές και στην μελέτη χριστιανικών συγγραμμάτων. Οι σπουδές τους τελειώνουν το 356μ.Χ. και οι δύο Άγιοι χωρίζονται.

Ο Μέγας Βασίλειος επιστρέφει στην γενέτειρα του, ενώ ο Αγιος Γρηγόριος αναλαμβάνει καθήκοντα διδασκάλου ρητορικής στην Αθήνα. Σε αυτήν την θέση θα μείνει μόνο ένα χρόνο, αφού το 357μ.Χ. θα αφήσει την Αθήνα και θα επιστρέψει στην οικογένεια του στην Ναζιανζό. Επιστρέφοντας στην γενέτειρα του, βαπτίσθηκε και στην συνέχεια βοηθούσε τον πατέρα του σε υποθέσεις της Επισκοπής. Παράλληλα δίδασκε τους νέους της πόλης και εργαζόταν στα κτήματα της οικογένειας του. Μετά από λίγο καιρό, όμως, άφησε την Ναζιανζό και πήγε να συναντήσει τον Μέγα Βασίλειο, ο οποίος είχε αποσυρθεί σε ένα κτήμα του στον Πόντο. Σε αυτό το κτήμα ασκήτεψαν για αρκετό καιρό οι δύο Άγιοι. Τον χρόνο τους τον μοίραζαν στην προσευχή, στην μελέτη, στην συγγραφή αλλά και στις καθημερινές εργασίες του κτήματος. Τις ενασχολήσεις τους αυτές, ήρθε να διακόψει μια επιστολή, από τον πατέρα του Αγίου Γρηγορίου, που τον καλούσε να επιστρέψει στην Ναζιανζό και να τον βοηθήσει στα Επισκοπικά του καθήκοντα. Ο Αγιος Γρηγόριος για δεύτερη φορά αποχωρίζεται τον αδερφικό του φίλο, Μέγα Βασίλειο, και επιστρέφει στην γενέτειρα του. Εκεί, μετά από παρακλήσεις τόσο του πατέρα του όσο και των χριστιανών της περιοχής. χειροτονείται Διάκονος και Πρεσβύτερος. Από το νέο αυτό μετερίζι, ο Αγιος Γρηγόριος, υπηρετεί τον Χριστό και την πίστη του.

Η δραστηριότητα του δεν εξαντλείτε μόνο στα Ιερατικά του καθήκοντα. Συνεχίζει να διδάσκει, αλλά και να ασκεί μεγάλο κοινωνικό έργο, καθώς βρίσκεται στο πλευρό του ποιμνίου του σε κάθε περίσταση και ανάγκη. Παράλληλα γίνεται, όπως και ο Μέγας Βασίλειος, ένας από τους μεγαλύτερους εχθρούς τόσο των ειδωλολατρών, όπως ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, όσο και των αιρετικών. Το 374μ.Χ. πέθανε ο πατέρας του Αγίου και μετά από λίγο καιρό πέθανε και η μητέρα του. Μετά τον θάνατο της, ο Αγιος Γρηγόριος αποσύρθηκε στο μοναστήρι της Αγίας Θέκλας στην Σελεύκεια. Από το μοναστήρι αυτό θα φύγει το 379μ.Χ. για να πάει στην Κωνσταντινούπολη. Τον κάλεσαν εκεί για να βοηθήσει στον αγώνα εναντίων των αιρέσεων που είχαν κατακλύσει την Πόλη. Στρατιώτης στην πρώτη γραμμή του μετώπου, πολέμησε τους αιρετικούς. Με την βοήθεια του Θεού, νίκησε στον πόλεμο αυτό και αντί για παράσημο, αν και ο ίδιος δεν το επιθυμούσε, του δόθηκε ο Αρχιεπισκοπικός Θρόνος της Βασιλεύουσας. Στον θρόνο αυτό έκατσε ελάχιστα. Αρνούμενος να λάβει μέρος σε διαμάχες, καταγγελίες και συγκρούσεις, αφήνει το αξίωμα του Αρχιεπισκόπου και μαζί με αυτό και την Κωνσταντινούπολη. Αποσύρεται στην Αριανζό, σε ένα κτήμα της οικογένειας του, και αφιερώνεται στην προσευχή. Μετά την Αριανζό θα επιστρέψει στην Ναζιανζό όπου και θα συνεχίσει το Ιερατικό του έργο.

Προς το τέλος της ζωής του, θα αποσυρθεί στο κτήμα της Αριανζού. Εκεί θα αφιερώσει όλο του τον χρόνο στην προσευχή, στην μελέτη και στην συγγραφή έως τις 25 Ιανουαρίου του 391μ.Χ. όπου θα αφήσει την τελευταία του πνοή σε ηλικία 62 ετών. Την μνήμη του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου εορτάζουμε στις 25 Ιανουαρίου. Απολυτίκιο του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: Ο ποιμενικός αυλός της Θεολογίας σου, τας των ρητόρων ενίκησε σάλπιγγας ως γαρ τα βάθη του πνεύματος εκζητήσαντι, και τα κάλλη του φθέγματος προσετέθη σοι. Αλλά πρεύσβευε Χριστώ τω Θεώ, πάτερ Γρηγόριε, σωθήναι τας ψυχάς ημών.

Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη

Η Αγία Ελένη γεννήθηκε το 249μ.Χ. στο Δρέπανο Βιθυνίας στην Μικρά Ασία. Ο πατέρας της ήταν πανδοχέας. Παρόλο που η Αγία μεγάλωσε στο περιβάλλον ενός πανδοχείου, από μικρή μελετούσε τις χριστιανικές γραφές και έγινε πιστή χριστιανή.

Σε ηλικία 21 ετών, το 270μ.Χ., παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Χλωρό, ο οποίος ήταν τότε αξιωματικός της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η Αγία Ελένη ακολούθησε τον σύζυγο της σε όλες τις εκστρατείες, στις οποίες η θέση του τον υποχρέωνε να λάβει μέρος. Τέσσερα χρόνια μετά τον γάμο τους, το 274μ.Χ., απέκτησαν ένα γιο τον Κωνσταντίνο. Η ιστορία έδειξε ότι ο γιος τους αυτός, έγινε ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο πρώτος αυτοκράτορας του Βυζαντίου αλλά και Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος γεννήθηκε στην πόλη Ναϊσσό (στις μέρες μας η πόλη αυτή ονομάζεται Νίσσα και βρίσκεται στην Σερβική επικράτεια). Μεγάλωσε με τις χριστιανικές διδαχές της μητέρας του, την στρατιωτική εκπαίδευση του πατέρα του και τα γράμματα μεγάλων διδασκάλων της εποχής. Αυτά τα τρία διαμόρφωσαν το πνεύμα και τον χαρακτήρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ενός ανθρώπου γραμματισμένου, αξιόμαχου στρατιώτη και ταυτόχρονα φιλικά προσκείμενου στους χριστιανούς και την Χριστιανική πίστη.

Το 293μ.Χ. ο τότε αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, Διοκλητιανός, διόρισε τον πατέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, Καίσαρα των δυτικών επαρχιών (Γαλατία, Ισπανία και Βρετανία) της αυτοκρατορίας. Όμως ο νόμος απαγόρευε στους ανώτατους αξιωματούχους να είναι σύζυγοι γυναικών ταπεινής καταγωγής. Έτσι μετά από 23 χρόνια γάμου, ο Κωνσταντίνος Χλωρός, έλυσε τον γάμο του με την Αγία Ελένη και παντρεύτηκε την Θεοδώρα η οποία ήταν αρχοντικής γενιάς.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος και η Αγία Ελένη παρέμειναν στην αυλή του Διοκλητιανού. Εκεί ο Μέγας Κωνσταντίνος συνεχίζει την εκπαίδευση του και ανέρχεται στην στρατιωτική ιεραρχία. Μετά από αγώνες, εκστρατείες αλλά και ιστορικές συγκυρίες καταφέρνει το 306μ.Χ. να ανακηρυχθεί Αύγουστος των Δυτικών Επαρχιών της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η ανοδική του πορεία συνεχίζεται και τελικά το 324μ.Χ., μετά την νίκη του στην Ανδριανούπολη επί του Λικίνου (Αυγούστου της Ανατολής), εγκαθίσταται στον αυτοκρατορικό θρόνο της Ρώμης.

Δύο είναι οι σημαντικότερες πράξεις του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Η πρώτη, είναι η υπογραφή του Διατάγματος των Μεδιολάνων, το 313μ.Χ. Βάση αυτού, σταματούν οι διωγμοί εναντίων των Χριστιανών και τους επιτρέπεται να λατρεύουν τον Ιησού Χριστό, νόμιμα πλέον, στις εκκλησίες τους. Η δεύτερη σημαντική του πράξη, είναι η μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από την Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό ήταν η αρχή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας που έλαμψε για 1000 χρόνια και έσβησε στα χέρια ενός άλλου Κωνσταντίνου, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου το 1453μ.Χ.

Δύο χρόνια μετά την ανακήρυξη του Μέγα Κωνσταντίνου ως αυτοκράτορα, η Αγία Ελένη, ταξιδεύει στους Αγίους Τόπους με σκοπό να βρει τα μέρη που έζησε ο Ιησούς Χριστός και να τα αναδείξει. Πράγματι, στο ταξίδι της αυτό, διεξήγαγε ανασκαφές, έκτισε εκκλησίες, θεμελίωσε μοναστήρια και, κατά την παράδοση (δεν είναι ιστορικά αποδεδειγμένο), βρήκε τον Σταυρό του Μαρτυρίου του Κυρίου μας. Οι ναοί της Γεννήσεως και της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα, είναι δύο από τους ναούς που έκτισε η Αγία Ελένη στους Αγίους Τόπους. Μετά την δράση της εκεί, εγκαταστάθηκε στην Νικομήδεια όπου και παρέδωσε την ψυχή της στον Κύριο, σε ηλικία 80 ετών, το 329μ.Χ. Ο γιος της, Μεγάλος Κωνσταντίνος, βαπτίστηκε Χριστιανός λίγο πριν τον θάνατο του. Απεβίωσε στις 21 Μαΐου του 337μ.Χ. σε ηλικία 63 ετών.

Την μνήμη των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης εορτάζουμε στις 21 Μαΐου.

Aπολυτίκιο των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης:

Του Σταυρού σου τον τύπον εν ουρανώ θεασάμενος, και ως ό Παύλος την κλήσιν ουκ εξ ανθρώπων δεξάμενος, ό εν Βασιλεύσιν Απόστολος σου Κύριε, Βασιλεύουσαν πόλιν τη χειρί σου παρέθετο ην περισώζε δια παντός εν ειρήνη, πρεσβείαις της Θεοτόκου, μόνε Φιλάνθρωπε.

Πρώτος πέφηνας, εν Βασιλεύσι, θείον έδρασμα, της ευσέβειας, απ ουρανού δεδεγμένος τo χάρισμα όθεν Χριστού τον Σταυρόν έφανέρωσας, και την Όρθόδοξον πίστιν έφήπλωσας. Κωνσταντίνε Ίσαπόστολε, συν Μητρί Ελένη θεόφρονι, πρεσβεύσατε υπέρ των ψυχών ημών.

Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης

Ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης γεννήθηκε γύρω στο 930μ.Χ. στην Τραπεζούντα. Ο πατέρας του πέθανε πριν γεννηθεί ο Άγιος, ενώ η μητέρα του λίγο καιρό μετά την γέννηση του και αφού προηγουμένως είχε προλάβει να τον βαπτίσει και να του δώσει το όνομα Αβράμιος.

Τον ορφανό Άγιος ανέλαβε να προστατέψει και να μεγαλώσει μια Μοναχή, φίλη της μητέρας του. Κοντά σε αυτή ο Άγιος γνώρισε και αγάπησε τον Χριστιανισμό και την μοναχική ζωή. Όταν ο Άγιος ήταν επτά ετών, πέθανε η μοναχή που τον ανάθρεψε μέχρι τότε.

Ένας Βυζαντινός αξιωματούχος, που εκείνο τον καιρό βρισκόταν στην Τραπεζούντα, πήρε υπό την προστασία του τον Άγιο Αθανάσιο. Φρόντισε αφενός να τον στείλει στην Κωνσταντινούπολη και αφετέρου να αναθέσει την μόρφωση του σε ένα σοφό διδάσκαλο της Πόλης, τον Αθανάσιο. Στην Κωνσταντινούπολη ο Άγιος Αθανάσιος βρήκε κατάλυμα στο σπίτι μιας ξαδέλφης του, η οποία ήταν παντρεμένη με έναν αξιωματικό που ονομαζόταν Ζεφινεζέρ. Ζώντας στο σπίτι του Ζεφινεζέρ και σπουδάζοντας στην σχολή του Αθανάσιου, τα χρόνια πέρασαν και ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης κατάφερε από μαθητής να γίνει διδάσκαλος στην σχολή που φοιτούσε.

Η προσωπικότητα, η σοφία και η επιστημονική του κατάρτιση του Αγίου, μεγαλώνουν συνεχώς την φήμη του ως διδασκάλου. Πολλοί φοιτητές εγκαταλείπουν τις σχολές τους και γράφονται στην σχολή που διδάσκει ο Άγιος. Αυτό το γεγονός δημιουργεί την δυσαρέσκεια των άλλων σχολών της Βασιλεύουσας. Ο Άγιος μη θέλοντας να δημιουργήσει έχθρες και στενοχώριες στον διδάσκαλο του Αθανάσιο, εγκαταλείπει την διδασκαλική του δράση.

Για ένα διάστημα εγκαταλείπει την Πόλη και ταξιδεύει μαζί με τον Ζεφινεζέρ ως την Λήμνο. Ο Ζεφινεζέρ έχει γίνει πια στρατηγός. Μαζί θα επιστρέψουν και πάλι στην Κωνσταντινούπολη. Όταν επέστρεψε στην Πόλη, ο Άγιος Αθανάσιος γνωρίστηκε με τον Όσιο Μιχαήλ τον Μαλεΐνο, που εκείνο τον καιρό ήταν ηγούμενος σε ένα μοναστήρι στην Βιθυνία της Μικράς Ασίας. Μαζί με τον Όσιο Μιχαήλ γνώρισε και τον ανιψιό του Μιχαήλ, Νικηφόρο. Ο Νικηφόρος έμελε να γίνει αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο γνωστός Νικηφόρος Φωκάς. Αυτό όμως είναι κάτι που έγινε μερικά χρόνια αργότερα. Προς το παρόν ο Νικηφόρος είναι στρατηγός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Όταν ο Όσιος Μιχαήλ επέστρεψε στην Βιθυνία, ο Άγιος Αθανάσιος τον επισκέφθηκε στο μοναστήρι και του εκδήλωσε την θέληση του να γίνει μοναχός. Ο Όσιος Μιχαήλ τον έχρησε μοναχό και του έδωσε το όνομα Αθανάσιος. Μέχρι τότε, όπως έχουμε αναφέρει, ο Άγιος ονομαζόταν Αβράμιος.

Τέσσερα χρόνια έμεινε στο μοναστήρι ο Άγιος Αθανάσιος και κατόπιν αποσύρθηκε στην έρημο με σκοπό να συνεχίσει τον μοναχικό του βίο ως ασκητής. Εκεί πήγε και τον συνάντησε ο Νικηφόρος Φωκάς όταν βρέθηκε κάποια στιγμή στην περιοχή. Μετά την επίσκεψη του Νικηφόρου, ο Άγιος κλήθηκε από τον Όσιο Μιχαήλ να επιστρέψει στο μοναστήρι. Εκεί ο Όσιος Μιχαήλ τον όρισε πνευματικό πατέρα του Νικηφόρου. Η φήμη του Αγίου ταξίδεψε ως την Πόλη και πολλοί Βυζαντινοί έρχονταν στο μοναστήρι της Βιθυνίας για να τον γνωρίσουν και να λάβουν την ευλογία του.

Ο Άγιος όμως δεν επιθυμούσε τιμές και δόξα. Το μόνο που ήθελε ήταν να προσεύχεται στον Ιησού Χριστό και να διάγει ένα απλό και ενάρετο βίο. Για τον λόγο αυτό, ο Άγιος Αθανάσιος έφυγε από το μοναστήρι της Βιθυνίας και μετάβηκε στο μοναστήρι του Ζυγού στο Άγιο Όρος. Εκεί παρουσιάστηκε με το όνομα Βαρνάβας, προσπαθώντας έτσι να κρυφτεί και να αποφύγει τις επαφές με τους Βυζαντινούς. Η ταυτότητα του όμως δεν έμεινε κρυφή για πολύ καιρό. Ο Λέων Φωκάς ανακάλυψε τον Άγιο Αθανάσιο, όταν επισκέφθηκε το Άγιο Όρος με σκοπό να ευχαριστήσει την Παναγία για την νίκη του επί των Σκυθών.

Από τον Λέων έμαθε ο Νικηφόρος που βρίσκεται ο Άγιος και πριν ξεκινήσει για την Κρήτη, οπού θα πολεμούσε τους Αγαρηνούς, έστειλε απεσταλμένους στο Άγιο Όρος ζητώντας από τον Άγιο να τον συναντήσει στην Κρήτη. Πράγματι ο Άγιος ταξίδεψε ως εκεί και συνάντησε τον Νικηφόρο, ο οποίος εντωμεταξύ είχε νικήσει τους Αγαρηνούς και είχε επαναφέρει την τάξη στο νησί. Κατά την διάρκεια αυτής τους της συνάντησης, ο Νικηφόρος εκδήλωσε την επιθυμία του να γίνει μοναχός. Για τον λόγο αυτό ζήτησε από τον Άγιο Αθανάσιο να κτίσει μια εκκλησία και ένα ησυχαστήριο στο Άγιο Όρος. Ο Άγιος τον προέτρεψε να περιμένει και το θέλημα του Θεού θα φανεί. Ο Άγιος Αθανάσιος επέστρεψε στο Άγιο Όρος, ενώ ο Νικηφόρος Φωκάς πήρε τον δρόμο για την Βασιλεύουσα.

Από την Κωνσταντινούπολη ο Νικηφόρος έστειλε αντιπροσώπους στον Άγιο Αθανάσιο και του ζητούσε να κάνει πράξη αυτά που του είχε ζητήσει στην Κρήτη. Μαζί με τις ικεσίες του αυτές έστειλε στον Άγιο και χρυσό με το οποίο θα καλύπτονταν τα έξοδα ανέγερσης της εκκλησίας και του ησυχαστηρίου. Ο Άγιος πείστηκε ότι ο Νικηφόρος θα ακολουθήσει τελικά τον μοναχικό βίο και έτσι με πολλούς κόπους έκτισε ένα μοναστήρι και μια εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.

Το μοναστήρι κτίστηκε και πολλοί μοναχοί, υπό την καθοδήγηση του Αγίου Αθανασίου, ζούσαν εκεί. Εκεί ο Άγιος Αθανάσιος εφάρμοσε καινοτομίες στο μοναστικό βίο του Αγίου Όρους. Οι μοναχοί άρχισαν να καλλιεργούν την γη και να συνδυάζουν την προσευχή μαζί με την εργασία και την δημιουργία. Για τον λόγο αυτό ο Άγιος Αθανάσιος θεωρείτε ότι διοργάνωσε το Άγιο Όρος. Μέχρι τότε οι μοναχοί εκεί ζούσαν περισσότερο ασκητικό παρά μοναστικό βίο.

Ο Νικηφόρος αθέτησε όμως την υπόσχεση που είχε δώσει στον Άγιο Αθανάσιο και αντί για μοναχός έγινε αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Ο Άγιος στενοχωρημένος από αυτή την απόφαση του Νικηφόρου, εγκατέλειψε το μοναστήρι της Λαύρας, έτσι είχε ονομαστεί, και ταξίδεψε μέχρι την Κύπρο. Εκεί είδε ένα όραμα, στο οποίο ο Θεός τον καλούσε να επιστρέψει στο μοναστήρι. Το μοναστήρι αυτό είναι, η γνωστή στις μέρες μας μονή Μεγίστης Λαύρας.

Σαράντα χρόνια έζησε ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης στην μονή. Με την χάρη του Ιησού Χριστού είχε αρχίσει, ενόσω ήταν ακόμα εν ζωή, να πραγματοποιεί θαύματα μεταξύ των οποίων και η ίαση πολλών βαριά αρρώστων.

Κατά την διάρκεια της οικοδομήσεως ενός ναού, καθώς ο Άγιος επιθεωρούσε τις εργασίες, κατέρρευσε ένα τμήμα του κτίσματος. Για τρεις ώρες έμεινε ο Άγιος εγκλωβισμένος στα ερείπια δοξολογώντας συνεχώς τον Κύριο. Όταν τον απεγκλώβισαν ο Άγιος Αθανάσιος είχε παραδώσει την ψυχή του στον Δημιουργό.

Την μνήμη του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη γιορτάζουμε στις 5 Ιουλίου.

Απολυτίκιο του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη:

Τήν εν σαρκί ζωήν, σού κατεπλάγησαν, Αγγέλων τάγματα, πώς μετά σώματος, πρός αοράτους συμπλοκάς, εχώρησας πανεύφημε, καί κατετραυμάτισας, τών δαιμόνων, τάς φάλαγγας, όθεν Αθανάσιε, ο Χριστός σέ ημείψατο, πλουσίαις δωρεαίς, Διό Πάτερ, πρέσβευε Χριστώ τώ Θεώ, σωθήναι τάς ψυχάς ημών.

Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος

Ο Αγιος Ιωάννης ο Θεολόγος γεννήθηκε στην Γαλιλαία. Ο πατέρας του ονομαζόταν Ζεβεδαίος και η μητέρα του Σαλώμη. Η οικογένεια του ήταν φτωχή. Τόσο ο ίδιος όσο και ο αδερφός του Ιάκωβος δεν μορφώθηκαν, αφού από μικρή ηλικία βοηθούσαν τον πατέρα τους να βγάλει τα προς το ζην, ψαρεύοντας.

Όταν ο Ιησούς κάλεσε τον Αγιο Ιωάννη και τον αδερφό του Ιάκωβο να τον ακολουθήσουν, εκείνοι το έπραξαν χωρίς κανένα δισταγμό και από ψαράδες έγιναν μαθητές του Χριστού. Ο Άγιος Ιωάννης, μάλιστα, ήταν ο αγαπημένος μαθητής Του. Μην ξεχνάμε ότι αυτόν διάλεξε ο Ιησούς για προστάτη της Παναγίας. Ο Ιωάννης, μετά την Σταύρωση, τιμώντας και κάνοντας πράξη την επιθυμία του Ιησού, οδήγησε την Παναγία στο σπίτι του και την φρόντισε μέχρι την Κοίμηση Της σαν να ήταν γιος της.

Μέχρι την Κοίμηση της Παναγίας, ο Αγιος Ιωάννης κήρυττε τον Λόγο του Θεού στην περιοχή των Ιεροσολύμων. Μετά την Κοίμηση Της, ταξίδεψε στην Ασία και εκεί διέδωσε την Χριστιανική Πίστη υπομένοντας διωγμούς, ξυλοδαρμούς και φυλακίσεις.

Το 94μ.Χ. εξορίστηκε στο νησί της Πάτμου. Εκεί συνάντησε για άλλη μια φορά δύσκολες συνθήκες, αφού όλοι οι κάτοικοι του νησιού ήταν ειδωλολάτρες. Με την βοήθεια όμως του Θεού συνέχισε το αποστολικό του έργο και τελικά κατάφερε να βαπτίσει πολλούς Χριστιανούς.

Το σημείο όπου γίνονταν οι βαπτίσεις αυτές ήταν στην παραλία. Στις μέρες μας το σημείο αυτό είναι περιφραγμένο και μπορείτε να το επισκεφθείτε αν βρεθείτε στο νησί της Πάτμου. Πάνω από την Χώρα της Πάτμου δεσπόζει το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Στα μέσα περίπου του δρόμου που συνδέει την Χώρα με το μοναστήρι βρίσκεται το «Σπήλαιο της Αποκάλυψης». Σε αυτό το σπήλαιο έλαβε ο Άγιος Ιωάννης από τον Θεό την «Αποκάλυψη» μέσω οραμάτων που έβλεπε. Ότι είδε στα οράματα αυτά το έγραψε και μάλιστα στην Ελληνική γραφή.

Σε βαθιά γεράματα, ο Άγιος Ιωάννης έφυγε από την Πάτμο και πήγε στην Έφεσο. Εκεί, με την βοήθεια του Θεού, συνέγραψε το «Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο». Για τον λόγο αυτό ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος ονομάζεται και Ευαγγελιστής Ιωάννης. Στην Έφεσο άφησε την τελευταία του πνοή και ο αγαπημένος μαθητής του Ιησού πήγε να συναντήσει τον δάσκαλο του για δεύτερη φορά. Η Εκκλησία μας έχει αφιερώσει δύο μέρες για να τιμήσει την μνήμη του Αγίου. Το Γενέσιο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου εορτάζουμε στις 8 Μαΐου, ενώ την Μετάσταση του στις 26 Σεπτεμβρίου.

Απολυτίκιο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου:

Απόστολε Χριστώ τω Θεώ ηγαπημένε, επιτάχυνον ρύσαι λαόν αναπολόγητον δέχεταί σε προσπίπτοντα, ο επιπεσόντα τω στήθει καταδεξάμενος, ον ικέτευε Θεολόγε, και επίμονον νέφος εθνών διασκεδάσαι, αιτούμενος ημίν ειρήνην και το μέγα έλεος.

Ακύλας και Πρίσκιλλα

Οι Άγιοι Απόστολοι Ακύλας και Πρίσκιλλα ήταν ένα αγαπημένο ζευγάρι Ιουδαίων που καταγόταν από την Πόντα και μαρτύρησαν επί Νέρωνα. Η μνήμη τους εορτάζεται στις 13 Φεβρουάριου, και θεωρούνται η Ορθόδοξη εκδοχή του Καθολικού Βαλεντίνου.

Το 49 μ.Χ. ο Κλαύδιος (41-54 μ.Χ.), ο τέταρτος ρωμαίος αυτοκράτορας, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον Καλιγούλα, εξέδωσε ένα διάταγμα με το οποίο έδιωχνε όλους τους Εβραίους από την Ρώμη, λόγω των αναταραχών που γινόντουσαν μεταξύ τους στις συναγωγές, με αιτία κάποιον «ΧΡΙΣΤΟ».

Ανάμεσα στους Εβραίους πρόσφυγες που εγκαταλείπουν την Ρώμη είναι και ένα ζευγάρι. Ο Ακύλας (=Αετός, κατασκευαστής χοντρών Σικελικών μάλλινων υφασμάτων για σκηνές) και η σύζυγός του Πρίσκιλλα ή Πρίσκα. Το όνομά της θυμίζει μία σπουδαία ρωμαϊκή οικογένεια και το επίπεδο της μορφώσεως της ίσως ήταν από τα ανώτερα εκείνης της εποχής.

Οι δυο τους κατευθύνθηκαν προς την Κόρινθο, εγκαταστάθηκαν εκεί και εξασκούσαν το επάγγελμα του σκηνοποιού. Ήσαν δε άνθρωποι ενάρετοι και ευσεβείς.

Ο Απόστολος Παύλος αμέσως μετά από την 1η Αποστολική Περιοδεία και λίγο πριν την 2η, μετά από ένα επεισόδιο με τον Βαρνάβα, παίρνει τον Σίλα για βοηθό του. Αμέσως μετά στα Λύστρα κατηχεί τον Τιμόθεο και τον παίρνει επίσης μαζί του. Στην Τρωάδα βλέπει το όραμα με τον Μακεδόνα και εκεί συναντά τον Λουκά, ο οποίος γίνεται αργότερα ο συγγραφέας των Πράξεων και του τρίτου Ευαγγελίου. Ξεκινά ένα μακρύ ταξίδι και περνά από πολλές πόλεις διδάσκοντας τον λόγο του θεού. Σαμοθράκη, Νεάπολη, Αμφίπολη, Απολλωνία, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Πύδνα ή Δίον, Αθήνα, Κόρινθος, Κεγχρεές.

Στις Πράξεις ΙΗ διαβάζουμε: «.Μετά από αυτά αναχώρησε από την Αθήνα και ήρθε στην Κόρινθο. Και βρήκε κάποιον Ιουδαίο με το όνομα Ακύλας, Πόντιος στο γένος, που είχε έρθει πρόσφατα από την Ιταλία, και την Πρίσκιλλα τη γυναίκα του, γιατί είχε διατάξει ο Κλαύδιος να αναχωρήσουν όλοι οι Ιουδαίοι από τη Ρώμη, και προσήλθε σ αυτούς. Και επειδή ήταν ομότεχνος, έμενε κοντά τους και εργαζόταν, γιατί ήταν σκηνοποιοί στην τέχνη.»

Δεν ξέρουμε σίγουρα αν ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα γνώριζαν το ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού και αν ήταν βαπτισμένοι Χριστιανοί πριν γνωρίσουν τον Απόστολο Παύλο. Είναι πολύ πιθανόν να είχαν ακούσει γύρω από όλη την υπόθεση του Ιησού στην Ρώμη μια και εκεί γινόταν τόση «φασαρία» ανάμεσα στους εβραίους Χριστιανούς και στους εβραίους αντιρρησίες. Αλλά να ήταν ακριβείς γνώστες του ευαγγελίου και μάλιστα βαπτισμένοι στο όνομα του Ιησού αυτό μάλλον πρέπει να το αποκλείσουμε. Συγκεκριμένα ο Λουκάς γράφει για τον Απόστολο Παύλο «.εύρων τινά Ιουδαίον ονόματι Ακύλαν και Πρίσκιλλα γυναίκα αυτού δια το ομότεχνον είναι έμεινε παρ αυτοίς» Αν ο Ακύλας ήταν Χριστιανός δεν θα έλεγε «τινά» αλλά θα έλεγε «εύρων τινά μαθητή ή αδελφόν ονόματι Ακύλα».

Ο Απόστολος Παύλος έμεινε μαζί τους για 18 περίπου μήνες. Εκείνοι τον άκουγαν να τους μιλάει, τον ρωτούσαν και μάθαιναν, έπαιρναν από αυτόν ότι πολυτιμότερο μπορούσαν. Τόσο πολύ τους άγγιξε ο φλογερός και σωτήριος λόγος του, ώστε αφού κατηχήθηκαν και βαπτίσθηκαν από αυτόν, αποφάσισαν να τον ακολουθήσουν στις περιοδείες του ως βοηθοί του. Έτσι, οι άγιοι Ακύλας και Πρίσκιλλα συνδέθηκαν μαζί του και έγιναν έμπιστοι φίλοι και συνεργάτες του. Ήταν γι αυτούς απλανής διδάσκαλος και φωτισμένος πνευματικός Πατέρας.

Με αρχηγό τον Απόστολο Παύλο έπλευσαν τον Σαρωνικό και διέσχισαν το Αιγαίο Πέλαγος. Προορισμός τους η Έφεσος της Μ. Ασίας. Εδώ καλλιεργούνται τα γράμματα και οι τέχνες. Υπήρχαν θέατρα, αγορά, υδραγωγεία, μα το θεαματικότερο ήταν ο τεράστιος ναός της θεάς Αρτέμιδος. Ένα έργο τέχνης του Χειροκράτους (Δ΄ αιώνα π.Χ.), που θεωρούνταν ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου. Σε αυτήν την «ξακουστή» πόλη υπήρχαν τρία χαρακτηριστικά :

α) Η λατρεία της θεάς Αρτέμιδος που ήταν και προστάτιδα της πόλης .

β) Η λατρεία του Ρωμαίου Αυτοκράτορα.

γ) Η μαγεία.

Ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα τον πρώτο χρόνο της παραμονής τους στην Έφεσο δεν έκαναν φανερή Ιεραποστολή. Όμως με το φωτεινό παράδειγμά τους έδειχναν στους γύρο τους πως γίνεται ο άνθρωπος όταν ασπασθεί και ακολουθήσει στα σοβαρά και με συνέπεια τον Χριστιανισμό.

Κάποιο Σάββατο στην Έφεσο ήταν μαζεμένοι όλοι στην συναγωγή για να ακούσουν κάποιον λόγιο άνδρα από την Αλεξάνδρεια. Ο ομιλητής, με το γλυκό ύφος και την συναρπαστική γλώσσα, πολυμαθής, εύγλωττος, πειστικός, συναρπαστικός, με πύρινο πνεύμα. Από το κήρυγμα του όμως έλειπε ο Εσταυρωμένος Ιησούς, η Ανάστασή του, απουσίαζε το βάπτισμα, το Άγιο Πνεύμα. Σημεία στο κήρυγμα που αποτελούν την σπονδυλική του στήλη. Σ αυτό το σημείο φαίνεται το αποτέλεσμα της μαθητείας του ζευγαριού από τον Απόστολο Παύλο. Όταν απομακρύνθηκαν όλοι και άδειασε η συναγωγή, στην έξοδο περίμενε ένα ζευγάρι για να γνωρίσει τον ομιλητή. Ήταν ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα οι οποίοι τον πήραν κατά μέρος και του εξέθεσαν ακριβέστερα την οδό του Θεού.

Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα προετοίμασαν και κατήχησαν άρτια τον Απολλώ και ο λόγιος ζηλωτής από την Αλεξάνδρεια εξελίχθηκε σε ένα σπουδαίο κήρυκα του Ευαγγελίου, και πολύτιμος συνεργάτης του Απόστολου Παύλου.

Το διάταγμα του Κλαύδιου για την εξορία των Εβραίων ήταν πλέον παρελθόν, αφού ήδη από το 54 μ.Χ. ανέβηκε στον θρόνο ο Νέρωνας που έμεινε μέχρι το 68 μ.Χ. Το 68 μ.Χ. περίπου μετακομίζουν ξανά για 4η φορά, γυρίζοντας στην Ρώμη. Εκεί συνεχίζουν να διδάσκουν τον λόγο του θεού.

Στις πράξεις των Αποστόλων και στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου αφιερώνονται πάνω από 10 εδάφια για το ζευγάρι αυτό. Πουθενά όμως δεν γίνετε λόγος ούτε υπαινιγμός για το θέμα των παιδιών τους. Αν είχαν παιδιά δεν θα ήταν εύκολες οι τόσες μετακινήσεις τους (Ρώμη, Κόρινθος, Έφεσος, Ρώμη, Έφεσος) που σχεδόν όλες γινόντουσαν με ευκολία και προθυμία, με μόνο σκοπό την ιεραποστολή και την διάδοση του Χριστιανισμού.

Για το τέλος των αποστόλων, δεν ξέρουμε και πολλά πράγματα. Από βιβλίο που γράφτηκε τον 4ο αιώνα, με τίτλο «Διαταγαί Αποστόλων», λέγεται ότι «υπό Παύλου εχειροτονήθη επίσκοπος Ακύλας και Νικητής των κατά Ασίαν παροικιών». Πότε, όμως, και σε ποιες «παροικίες» της Ασίας δεν διευκρινίζεται. Άλλη μία πληροφορία που βρίσκουμε προέρχεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία και την συναντάμε σε σχετικό υπόμνημα το οποίο διαβάζεται στην Ακολουθία του Όρθρου: «Τμηθέν γύναιον Ακύλας φησί βλέπων, Ούκ ανδρίούμαι προς τομήν ανήρ κάρας;» (Βλέποντας ο Ακύλας την γυναίκα του να αποκεφαλίζεται και να μαρτυρεί λέει: «Μπορώ να μην φανώ άνδρας εγώ ανάλογα προς την γυναίκα μου ανδρείος και πρόθυμος για αποκεφαλισμό υπέρ της Πίστεως του Χριστού;» ). Από αυτό αντλούμε δύο πληροφορίες: Ότι έφυγαν από τον κόσμο αυτό με μαρτυρικό τρόπο και ότι στην σειρά πρώτη μαρτύρησε η Πρίσκιλλα και ακολούθησε ο Ακύλας.

Έτσι με τον μαρτυρικό τους θάνατο, η εκκλησία κατέταξε τους Αποστόλους Ακύλα και Πρίσκιλλα, στις τάξεις των Αγίων.

Μέγας Βασίλειος

Ο Άγιος Βασίλειος γεννήθηκε το 329μ.Χ. στην Νεοκαισάρεια της Καππαδοκίας. Ήταν ένα από τα εννέα παιδιά του Βασιλείου και της Εμμελείας. Εκτός από τον Άγιο Βασίλειο, τα αδέρφια του Γρηγόριος και Πέτρος καθώς και η αδερφή του Μακρίνα ανακηρύχθηκαν επίσης Άγιοι από την Εκκλησία μας.

Ο Άγιος μεγάλωσε σε μια βαθειά θρησκευόμενη οικογένεια. Διδάχθηκε και αγάπησε τον Χριστό από τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Τα πρώτα γράμματα του τα δίδαξε ο πατέρας του, ο οποίος ήταν δάσκαλος. Τις σπουδές του συνέχισε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, στην Κωνσταντινούπολη και τελικά στην Αθήνα. Στην Αθήνα σπούδασε γεωμετρία, αστρονομία, φιλοσοφία, ιατρική, ρητορική και γραμματική. Στις σπουδές του αυτές αφιέρωσε τεσσεράμισι χρόνια. Κατά την διάρκεια αυτών των ετών, ο Άγιος Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ανέπτυξαν μεγάλη και ισχυρή φιλία. Ταυτόχρονα με τις σπουδές τους ανέπτυξαν, οι δύο μαζί, ιεραποστολική δράση διοργανώνοντας χριστιανικές συγκεντρώσεις, στις οποίες ανέλυαν θρησκευτικά ζητήματα, και ίδρυσαν τον πρώτο φοιτητικό χριστιανικό σύλλογο.

Μετά το τέλος των σπουδών του, ο Άγιος Βασίλειος επέστρεψε στην Καισάρεια και άρχισε να εξασκεί το επάγγελμα του διδασκάλου ρητορικής και του δικανικού ρήτορος, κάτι ανάλογο του σημερινού δικηγορικού επαγγέλματος. Και τα δύο επαγγέλματα τα άσκησε με μεγάλη ευσυνειδησία και επιτυχία, πράγμα που τον έκανε γνωστό σε όλη την περιοχή. Μετά από παρότρυνση της αδερφής του Μακρίνας, και αφού βαπτίσθηκε, εγκατέλειψε την επαγγελματική του καριέρα και αφιέρωσε τον χρόνο του στην Άσκηση και την μελέτη χριστιανικών βιβλίων. Για τον λόγο αυτό αποσύρθηκε σε ένα κτήμα που διατηρούσε η οικογένεια του στον Πόντο. Αξιοσημείωτο είναι ότι μετά την βάπτιση του δώρισε στους φτωχούς και στην εκκλησία το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του.

Θέλοντας ο Άγιος να εντρυφήσει στην χριστιανική πίστη, αποφάσισε να συναντήσει πολλούς ασκητές και μοναχούς και να γνωρίσει τον τρόπο ζωής τους. Για τον λόγο αυτό, ταξίδεψε στους Αγίους Τόπους, στον Ιορδάνη, στην Αίγυπτο και στην Μεσοποταμία. Όταν γύρισε στο Πόντο από το ταξίδι αυτό, μοίρασε και την υπόλοιπη περιουσία του και αποσύρθηκε στο κτήμα του επιθυμώντας να ζήσει το υπόλοιπο του βίου του ως μοναχός. Εκεί έγραψε τους: «Κανόνισμούς δια τον Μοναχικόν βίον», κανόνες που ρυθμίζουν την ζωή στα μοναστήρια μέχρι τις μέρες μας.

Η φήμη του Αγίου Βασιλείου σιγά σιγά εξαπλώθηκε σε όλη την Καππαδοκία. Ο Μητροπολίτης της Καισάρειας Ευσέβιος κάνοντας πράξη την Θεία Βούληση αλλά και την βούληση των χριστιανών της περιοχής χειροτόνησε τον Άγιο Βασίλειο πρεσβύτερο. Το 370μ.Χ., και σε ηλικία 41 ετών, διαδέχθηκε ο Άγιος Βασίλειος τον Ευσέβιο μετά τον θάνατο του τελευταίου.

Ο Άγιος Βασίλειος υπήρξε υποδειγματικός Επίσκοπος. Ως άριστος ποιμένας, βοηθούσε κάθε πεινασμένο, άρρωστο και αδικημένο με όσες δυνάμεις διέθετε. Υπήρξε πάντα υπερασπιστής, οδηγός και βοηθός του ποιμνίου του. Υπάρχουν εκατοντάδες διηγήσεις περιστατικών που δείχνουν την δράση αυτή του Αγίου. Μεταξύ όσων έκανε για τους χριστιανούς της Καισάρειας, είναι η ίδρυση του φιλανθρωπικού ιδρύματος «Βασιλειάδα». Στο ίδρυμα λειτουργούσε νοσοκομείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο και ξενώνας. Τις υπηρεσίες του τις πρόσφερε το ίδρυμα δωρεάν σε όποιον τις είχε ανάγκη. Το προσωπικό του ιδρύματος αυτού ήταν εθελοντές που προσφέρανε την εργασία για το καλό του κοινωνικού συνόλου. Είναι αξιοθαύμαστο πως εκείνη την εποχή, μιλάμε για τον 4ο αιώνα μ.Χ. ο Άγιος Βασίλειος εμπνεύστηκε, ίδρυσε και λειτούργησε ένα ίδρυμα που και στις μέρες μας θα αποτελούσε πρότυπο.

Στην πολύπλευρη δράση του Αγίου συμπεριλαμβάνεται και ο «πόλεμος» που διεξήγαγε εναντίων της αιρέσεως του Αρειανισμού. Στον πόλεμο αυτό δεν δίστασε να αντιταχθεί πολλές φορές με την εκάστοτε πολιτική εξουσία. Όπλα του ήταν η πίστη και η προσευχή. Με τους λόγους, τα κηρύγματα αλλά και την πένα του μετέδιδε την αγάπη του για τον Χριστό. Έγραψε πολλά ασκητικά και παιδαγωγικά συγγράμματα, επιστολές και ομιλίες.

Μέχρι τις τελευταίες στιγμές τις ζωής του αγωνίστηκε για τον Χριστιανισμό και την ευημερία του ποιμνίου του. Παρέδωσε το πνεύμα του στον Δημιουργό, την 1η Ιανουαρίου του 379μ.Χ. σε ηλικία 49 ετών.

Την μνήμη του Αγίου Βασιλείου εορτάζουμε την 1η Ιανουαρίου.

Απολυτίκιο του Μεγάλου Βασιλείου:

Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου, ως δεξαμένην τον λόγον σου, δι’ ου θεοπρεπώς εδογμάτισας, την φύσιν των όντων ετράνωσας, τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας βασίλειον ιεράτευμα, Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.

Νέα Οσία Παρασκευή

Η νέα Οσία Παρασκευή, γεννήθηκε στο χωριό Επιβάτες της Θράκης το 1150μ.Χ. Τα πρώτα χρόνια της ζωής της είναι όμοια με αυτά της Αγίας Παρασκευής. Ήταν και η νέα Οσία μοναχοπαίδι πλούσιων χριστιανών, που την ανάθρεψαν με τα χριστιανικά ιδεώδη και την σπούδασαν.

Η νέα Οσία θέλησε να ακολουθήσει τα βήματα της Αγίας Παρασκευής. Έτσι κάποια στιγμή έφυγε από το σπίτι της και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί προσκύνησε τα λείψανα των Αγίων στις εκκλησίες της Βασιλεύουσας και κατόπιν μόνασε σε ένα μοναστήρι στην Ηράκλεια του Πόντου για πέντε χρόνια. Μετά την πάροδο αυτών των ετών, ταξίδεψε στους Αγίους Τόπους και έμεινε σε μια μονή εκεί, για άλλα πέντε χρόνια. Όταν έφυγε από εκεί και αφού πέρασε από την πατρίδα της και από την Κωνσταντινούπολη, εγκαταστάθηκε τελικά στην Καλλικράτεια όπου υπηρέτησε στον ναό των Αγίων Αποστόλων για μόλις δύο χρόνια, αφού σε ηλικία 27 ετών παρέδωσε την ψυχή της στον Κύριο.

Την νέα Οσία Παρασκευή έθαψαν στο νεκροταφείο της Καλλικράτειας. Όταν μετά από μερικά χρόνια, παρουσιάστηκε σε έναν ασκητή και έγινε η ανακομιδή της, βρήκαν το σώμα της άθικτο και από τον τάφο έβγαινε ευωδία. Το λείψανο της νέας Οσίας Παρασκευής έκανε πολλά θαύματα και εξακολουθεί να κάνει μέχρι τις μέρες μας.

Την μνήμη της νέας Οσίας Παρασκευής εορτάζουμε στις 14 Οκτωβρίου.

Αγία Παρασκευή

Η Αγία Παρασκευή γεννήθηκε στην Ρώμη το 117μ.Χ. Οι γονείς της ήταν Έλληνες. Ο πατέρας της, Αγάθων, και η μητέρα της, Πολιτεία, όντας χριστιανοί, όταν γεννήθηκε η Αγία την βάπτισαν και της έδωσαν το όνομα Παρασκευή. Την μεγάλωσαν σύμφωνα με την χριστιανική πίστη και την σπούδασαν αφού είχαν την οικονομική δυνατότητα μιας και ήταν πλούσιοι. Πολλοί θέλησαν να παντρέψουν την Αγία με τους υιούς τους, τόσο γιατί ήταν μια ενάρετη κοπέλα όσο και γιατί ήταν πλούσια. Η Αγία Παρασκευή, όμως, αρνήθηκε κάθε τέτοια πρόταση, έχοντας αποφασίσει να αφιερώσει την ζωή της στον Ιησού Χριστό.

Όταν ήταν σε ηλικία είκοσι ετών οι γονείς της πέθαναν. Τότε η Αγία έδωσε την περιουσία της στους φτωχούς, στην εκκλησία και σε ένα ίδρυμα, στο οποίο έμεναν χριστιανές κοπέλες που είχαν αφιερωθεί στον Ιησού Χριστό. Εκεί έμεινε για λίγα χρόνια η Αγία Παρασκευή, βοηθώντας στην διάδοση της χριστιανικής πίστης, όπως έκαναν και οι υπόλοιπες συγκάτοικοι της.

Κάποια στιγμή εγκατέλειψε το ίδρυμα αυτό και ξεκίνησε να κηρύττει τον Χριστιανισμό σε διάφορες πόλεις και χωριά της Ιταλίας. Κατά την διάρκεια αυτών των περιοδειών της, έπεισε πολλούς να βαπτιστούν Χριστιανοί. Αυτό ήταν κάτι που ενόχλησε κάποιους ειδωλολάτρες, οι οποίοι ανέφεραν την δράση της Αγίας Παρασκευής στον, επίσης ειδωλολάτρη, Αντωνίνο, αυτοκράτορα εκείνη την εποχή της Ρώμης.

Με εντολή του Αντωνίνου, συνέλαβαν την Αγία Παρασκευή και την οδήγησαν μπροστά του. Θέλοντας αυτός να την κάνει να απαρνηθεί την χριστιανική πίστη, την υποβάλει στο μαρτύριο της πυρακτωμένης περικεφαλαίας από το οποίο, με την χάρη του Ιησού Χριστού, η Αγία βγήκε σώα. Ακολούθησαν άλλα μαρτύρια, τα οποία η Αγία υπέμενε δοξολογώντας τον Χριστό. Το τελευταίο βασανιστήριο στο οποίο υποβλήθηκε η Αγία ήταν ένα καζάνι στο οποίο έβραζε πίσσα και λάδι. Εκεί έβαλαν την Αγία Παρασκευή η οποία όμως, με την βοήθεια του Θεού, δεν έπαθε τίποτα. Βλέποντας το αυτό ο Αντωνίνος, την προέτρεψε να ρίξει πάνω του πίσσα για να διαπιστώσει ο ίδιος αν καίει. Η πίσσα αυτή τύφλωσε τον αυτοκράτορα ο οποίος πίστεψε τότε στην αληθινή θρησκεία και ζήτησε από την Αγία Παρασκευή να τον βαπτίσει χριστιανό. Εκείνη όχι μόνο τον βάπτισε, αλλά και του θεράπευσε, με την χάρη του Θεού, τα μάτια. Η χάρη να θεραπεύσει τα μάτια, δόθηκε από τον Θεό στην Αγία Παρασκευή και γι’ αυτό τα περισσότερα θαύματα τα της, έχουν σχέση με τα μάτια των χριστιανών που ζητούν την βοήθεια της, τότε αλλά και μέχρι τις μέρες μας.

Η Αγία Παρασκευή συνέχισε μετά την βάπτιση του Αντωνίνου, να κηρύττει τον Λόγο του Θεού ταξιδεύοντας και σε άλλες χώρες εκτός από την Ιταλία. Κηρύττοντας τον Χριστιανισμό και βαπτίζοντας νέους χριστιανούς έφτασε και στην Ελλάδα. Όταν βρέθηκε στα Τέμπη, εκεί που βρίσκεται σήμερα ο ναός της, συννελήφθηκε από τους ειδωλολάτρες και οδηγήθηκε στον άρχοντα της περιοχής που ονομαζόταν Ταράσιος. Στην προσπάθεια του αυτός, να πείσει την Αγία Παρασκευή να εγκαταλείψει την δράση και την πίστη της, άρχισε να την υποβάλει σε φρικτά βασανιστήρια. Με θάρρος και δύναμη τα υπέμενε η Αγία, ενώ κάθε πρωί την έβρισκαν θεραπευμένη από τις πληγές των βασανιστηρίων της προηγούμενης ημέρας. Τελικά ο Ταράσιος διέταξε τον αποκεφαλισμό της και έτσι η Αγία Παρασκευή παρέδωσε την ψυχή της στον Ιησού Χριστό, τον οποίο πίστεψε και κήρυξε σε όλη της την ζωή. Το σώμα της έθαψαν κρυφά κάποιοι χριστιανοί. Στον τάφο της έγιναν πολλά θαύματα, αλλά και στα χρόνια που ακολούθησαν πολλοί βοηθήθηκαν από την Αγία Παρασκευή και κυρίως άνθρωποι με παθήσεις στα μάτια.

Την μνήμη της Αγίας Παρασκευής εορτάζουμε στις 26 Ιουλίου.

Απολυτίκιο της Αγίας Παρασκευής:

Την σπουδήν σου τη κλήσει κατάλληλον, εργασαμένη φερώνυμε, την ομώνυμόν σου πίστιν εις κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευή αθλοφόρε όθεν προχέεις ιάματα, και πρεσβεύεις υπέρ των ψυχών ημών.

Άγιος Αναστάσιος ο Πέρσης

Ο Άγιος Αναστάσιος γεννήθηκε στην Περσία στα τέλη του 6ου αιώνα μ.Χ. Το όνομα που του έδωσε ο πατέρας του Βαβ, ήταν Μάργουνδατ. Ο Βαβ, ήταν ένας από τους σοφούς της εποχής εκείνης στην Περσία και ασκούσε την μαγική τέχνη. Την τέχνη αυτή δίδαξε στον γιό του, ελπίζοντας να τον κάνει μεγάλο μάγο, ώστε όταν έρθει ο καιρός, να τον διαδεχθεί. Μέρος της εκπαίδευσης του Αγίου ήταν και η είσοδός του στο Τάγμα των Τηρώνων.

Τον καιρό εκείνο, ο λόγος του Ιησού Χριστού, έφτασε στην Περσία και πολλοί άρχισαν να πιστεύουν και να βαπτίζονται Χριστιανοί. Μεταξύ αυτών που πίστεψαν ήταν και Άγιος Αναστάσιος. Θέλοντας να ακολουθήσει μια χριστιανική ζωή, εγκατέλειψε την πατρίδα του, τις σπουδές και τα αξιώματά του και ταξίδεψε στην αρχή μέχρι την Ιεράπολη και κατόπιν μέχρι τα Ιεροσόλυμα. Στα Ιεροσόλυμα εξέφρασε την επιθυμία του να βαπτισθεί, πράγμα που έκανε πράξη ο Πατριάρχης Μόδεστος. Τότε έλαβε το όνομα Αναστάσιος και κατόπιν εισήλθε στο μοναστικό τάγμα, καθώς έγινε δεκτός από τον ηγούμενο Ιουστίνο στο μοναστήρι του Αγίου Αναστασίου.

Ο Άγιος Αναστάσιος ο Πέρσης, εργαζόταν στον κήπο και στο μαγειρείο του μοναστηριού. Συνεπής στις εργασίες που του είχαν αναθέσει, δεν παρέλειπε να εκτελεί με θέρμη και τα χριστιανικά του καθήκοντα. Έτσι έζησε ο Άγιος στο μοναστήρι για επτά συνεχή έτη. Κατά τη διάρκεια των επτά αυτών ετών, προσευχόταν και ζητούσε από τον Θεό να τον αξιώσει να μαρτυρήσει για την πίστη του. Κοντά στο τέλος των επτά ετών, ο Άγιος είδε ένα όνειρο, που του γνωστοποιούσε ότι το τέλος της ζωής του δεν ήταν μακριά. Πήρε τότε την απόφαση να εγκαταλείψει το μοναστήρι. Αφού γιόρτασε το Πάσχα εκείνης της χρονιάς στο μοναστήρι, έφυγε και ταξίδεψε ως την Καισάρεια της Παλαιστίνης. Από εδώ ξεκινούν τα μαρτύρια του Αγίου.

Εναντιώθηκε και χλεύασε τις μαγικές τελετές Περσών μάγων στην Καισάρεια. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να φυλακιστεί. Προσπαθώντας να τον πείσουν να αλλάξει πίστη, άρχισαν να τον υποβάλουν σε διάφορα μαρτύρια. Ο Άγιος τα υπέμενε με θάρρος, μένοντας ακλόνητος στην πίστη του Ιησού Χριστού. Βλέποντας ότι τα μαρτύρια δεν είχαν αποτέλεσμα, έστειλαν τον Άγιο Αναστάσιο στην Περσία, όπου παρουσιάστηκε στον τότε βασιλιά Χοσρόη. Ο Χοσρόης έδειξε όλη του την σκληρότητα στον Άγιο, υποβάλλοντάς τον σε ατελείωτα μαρτύρια. Βλέποντας όμως ότι δεν υπήρχε περίπτωση να απαρνηθεί την πίστη του, έδωσε εντολή να εκτελεστεί.

Μαζί με άλλους εβδομήντα χριστιανούς ο Άγιος οδηγήθηκε στον τόπο που έμελλε να θανατωθεί. Εκεί ένας ένας οι Χριστιανοί πνίγονταν με σχοινιά ενώ οι δήμιοι χλεύαζαν τον Άγιο προκαλώντας τον να εγκαταλείψει τον Χριστιανισμό. Αρνούμενος ο Άγιος έσκυψε το κεφάλι και με ένα ξίφος τον αποκεφάλισαν. Πριν να πάνε οι χριστιανοί να πάρουν το σώμα του από τον τόπο εκτέλεσης, είχαν μαζευτεί άγρια σκυλιά που κατέτρωγαν τα σώματα των δολοφονημένων χριστιανών. Τα ίδια σκυλιά όχι μόνο δεν πείραξαν το σώμα του Αγίου αλλά το προστάτευαν κιόλας. Το λείψανο του Αγίου ενταφιάστηκε τελικά στο μοναστήρι του Αγίου Σέργιου. Ο Άγιος παρέδωσε την ψυχή του στις 22 Ιανουαρίου του 627 μ.Χ. και έτσι γιορτάζουμε την μνήμη του Αγίου Αναστασίου του Πέρση κάθε 22 Ιανουαρίου.

Απολυτίκιο του Αγίου Αναστασίου του Πέρση:

Την πλάνην αφέμενος, την των Περσών νουνεχώς, τη πίστει προσέδραμες, τη του Χριστού ευσεβώς, σοφέ Αναστάσιε. Όθεν και εν ασκήσει διαπρέψας ενθέως, ήθλησας υπέρ φύσιν, και τον όφιν καθείλες διό διπλώ στεφάνω, θεόθεν εστεφάνωσαι.